Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ο ΜΥΣΤΗΣ ΠΟΥ ΞΕΧΑΣΕ...


Υάκινθοι κι Ασφόδελοι, στου ‘Αδη το βασίλειο, κόρη της Γης απου θρηνεί τον ‘Ερωντα στον Ηλιο.

Και ‘Συ, φως μου αιώνιο, μου φτιάχνεις άγριο τόξο, μ’ αυτό, καιρούς και θύελλες και καταχνιές να διώξω.

Και στέλνεις μου, σιωπηλά, Εφήβου πρώτο χνούδι, να το χαρίσω στης Αυγής το πιο ηδύ τραγούδι.

Φλισκούνι και θυμάρι μου και ‘συ λεμονανθέ μου, πες ποια Σελήνη- μάγισσα δακρύζει πάνωθέ μου.

Και στέλνει μου, τ’ αρώματα, το φέγγος- άγρια μύρα, να λούσω στον Αχέροντα τσ’ αθιβολιάς αλμύρα.

Και ζήλεψέ σου, Έρωντα, του σκότους το αγρίμι και κυνηγά η λησμονιά της ‘Ανοιξης τη μνήμη.

Κι είναι, σαν ‘Εαρ, πιο γλυκό, Σελήνη μου η ψυχή σου, άγριος Πάνας – κεραυνός, κλέβει την ηδονή σου.

Σε κέρας δράκου πίνει το, της ζήσης σου τ’ ανάμα, Μύστης κρυφός που ξέχασε, του Ποιητή το γράμμα. 

 

 

ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ


Ελα, για θέλω ‘σε πολύ, σα μυρωδιά τ’ Απρίλη, σα πόνος που μαράθηκε, μεσ’ της βροχής το δείλι.

Μ’ ενός φτερού αψηφισιά, στα τρίσβαθα του νου σου, πετώ δίχως να σκιάζομαι, του πιο κρυφού λυγμού σου.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Ο ΒΩΜΟΣ ΤΟΥ ΛΥΚΟΦΩΤΟΣ


Κι ύστερα ένα φτερό που αψηφά την θύελλα και σπαθίζει το ουράνιο τόξο. Το κρυμμένο στο βλέμμα χίλιων σιωπών μαζί.

Μια κρυφή ανάσα. Νανούρισμα της φωτιάς που κατακαίει με το χάδι της, τους Αρχάγγελους. Τους φυλαγμένους στον κόρφο της ερήμου. Γαλήνιους, μα τόσο επικίνδυνα οπλισμένους, με την Αγάπη, που φοβάσαι. Να μην κυριαρχήσει πάνω στον ιδρώτα της σιωπής. Της γεννημένης από τους μύθους σου. Που σιγοψιθυρίζεις κάθε δείλι, στο λυκόφως.

Κι αυτό, ακούει υπομονετικά, πλέκοντας τους λαβυρίνθους- τα μακριά μαλλιά της εξοστρακισμένης γαλήνης. Γιατί πρόδωσε τα μυστικά σου στον Κρόνο. Και αυτός τα έκανε δακτυλίδια γύρω από το Είναι του. Και από τότε τα βλέπει η μακρινή Ανδρομέδα και γελά. Με σένα. Με τον πόνο που έγινε η πιο κρυφή σου δύναμη. Καθώς πήρες το τσεκούρι και έσπασες τον βράχο που έκρυβε πηγή κρυστάλλινη- τους πόθους σου. Και ξεπηδά σαν αρτεσιανό φρέαρ το παγωμένο Εντός και ξεχύνεται στο σύμπαν. Γίνεται ένα μαζί με το νεφέλωμα των ιδεών και των σκέψεων.

Γίνεται η κόρη της Αρτεμης που ποτέ δεν γέννησε. Μα που την έπλασαν οι ελεύθεροι αντικατοπτρισμοί του ψιθυρίσματος των φύλλων, που δεν γνωρίζουν το τέλος. Παρα μόνο την αιώνια αρχή του φωτός. Καθώς αυτό ταξιδεύει μέσα στα μαλλιά της κλεμμένης  αγάπης, η οποία θα οδηγεί στην αιώνια άλωση της Τροίας. Και τους Εραστές της, βαθιά πληγωμένους, ως μαστιχόδενδρα που βγάζουν το ‘Αρωμά τους σε κάθε χαρακιά.

Ενας Ηλιος που έπεσε στην υγρή και πολλά υποσχόμενη, αγκαλιά της θάλασσας, ματώνοντάς την, με τον ‘Ερωντά του.

‘Ενας θεός που ψηλαφίζει τις πληγές του χρόνου, στις εσχατιές των οριζόντων, Ένα ‘’γιατί;’’ που βαρέθηκε κάθε ορισμό του ’’Διότι’’.

Περιπλανώμενε τροβαδούρε στους ήχους ποιάς βελανιδιάς θα κοιμηθείς απόψε; Πούθε ο Ορφέας θα ψάλλει και ‘συ δεν θα’ σαι εκεί ν’ ακούσεις το μαγικό ψάξιμο στους ήχους της σιωπής.

Μόνο τις βάρβαρες χροιές των ειωθότων λιθόστρωτων  του νου θ’ ακούσεις. Που θα σε πάνε όμως μακριά. Εκεί που ο αρχαίος Μύστης, θα πλένει τα χέρια του πάνω στο βωμό του λυκόφωτος.

 

ΜΙΑ ΦΛΥΑΡΗ ΣΙΩΠΗ...


Ότι κι αν ποθήσεις, είναι λίγο, αν η λάμα του γλύπτη, δεν έχει πλάσει την ψυχή σου. Μορφή ανεξίτηλη στην αγκαλιά της θύελλας. Στην αγκαλιά των ανέμων, των λευτερωμένων από το λυκόφως της απουσίας. Που πίνει αργά τον καφέ της αιωνιότητας. Μαζί με τον γαλάζιο καπνό, μιας άλικης φλόγας, ενός Αχέροντα που σιγοκαίει στις όχθες σου. Εκεί που συντρίβονται τα κύματα του Εντός.

Στην τόσο πολύχρωμη μονοχρωμία της σιωπής. Που επανέρχεται με υψωμένο το σπαθί, κατακερματίζοντας το νεφέλωμα των εναλλαγών, του τόσο ασυνείδητα συνειδητού σκότους.

Και ύστερα, οι ψιχάλες της ψυχής, ανακατεύονται με την ώχρα και τον ασβέστη.

Και φτιάχνουν σύμπαντα, που το δικό σου παρόν, είναι ήδη παρελθόν γι’ αυτά.

Ένας γαλάζιος καπνός, σέρτικος, μέσα στο αίμα ενός μύρου, που έρχεται από τις καπνισμένες εκτάσεις του ανείπωτου πόθου.

Μια σαπφική ελεγεία η νύχτα, καθώς αγκαλιάζει την ψυχή, σε ένα συμπόσιο με παρούσες όλες τις απουσίες.

Κι η μουσική, ως Επικούρεια ηδονή, τραντάζει συθέμελα, ότι είθισται. Για σένα. Για το τόσο αντικειμενικά υποκειμενικό σου συναίσθημα. Για το, απείρως παράλογο της επιθυμίας του αόρατου, να γίνει ορατό.

Μυρωδιές από καμένες αιωνιότητες. Μυρωδιές από καμένες ηδονές. Μυρωδιές από καμένα Είναι. Μυρωδιές από γαλαξίες, που φτιάχνουν οι σέρτικοι καπνοί  του λυκόφωτος.

Και πίσω από την Κυπρίδα, ο αιματοβαμμένος βωμός, με πρόσφατη τη θυσία της παρουσίας. Με αντάλλαγμα ένα αιωρούμενο όνειρο, πάνω στις υψωμένες λόγχες. Πάνω στον κοφτερό πόνο. Πάνω στην απουσία. Εσύ το θέλησες; Γιατί; Γιατί το πληγωμένο αγρίμι αποτραβιέται στα σπήλια, θεραπεύοντας, μόνο, τις πληγές του. Κοιτώντας από μακριά το κυνήγι των νεφών στους αιθέρες του μισεμού του.

Γιατί ο πόνος, είναι βότανο, ο ίδιος, που θεραπεύει από τους αντικατοπτρισμούς ψεύτικων ειδώλων, στο λυκόφως, ή στο λυκαυγές. Τι σημασία έχει; Έχουν το ίδιο χρώμα το τέλος και η αρχή. Έχει το ίδιο χρώμα η πληγή και τα ρόδινα μάγουλα της ηδονής. Έχει το ίδιο χρώμα, το αίμα και το κρασί, που θα το πλύνει. Κι ανακατεύονται. Και γίνονται θυμίαμα στα συντρίμμια των βέβηλων επιθυμιών, που ζητούν, επίμονα, να εκπληρωθούν. Ή, να πληρωθούν καλύτερα. Καθότι, σου ζητούν το αντίτιμο, για την δική τους ύπαρξη. Απόλυτα εγωιστικά. Χωρίς να κοιτούν την δική σου γύμνια. Την δική σου ειλικρινή παραδοχή. Ότι εσύ ήσουν το ψεύτικο είδωλο. Και πως και τα συντρίμμια του, εσύ είσαι πάλι. Και το θυμίαμα πάλι εσύ.

Μα, η ηδονή, είναι ένας μεθυσμένος καπνός, απόλυτα αναρχικός, που μπαίνει μέσα στις σχισμές που αφήνουν οι ρυτίδες σου. Από το τσαλάκωμα του ταξιδιού. Στις ατέρμονες χώρες, του Εντός.

 

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Η ΔΥΣΗ ΤΩΝ ΠΛΕΙΑΔΩΝ


Ιέρεια που το ξεχασμένο τραγούδι της, είναι βότανο στις πληγές της σιωπής. Το λυκόφως ξεπροβάλλει από το ματωμένο τούλι μιας μπαλαρίνας, που ακροβατεί στην αιωνιότητα.

Το μεθυσμένο λυκόφως, κάνει παρέα με τον Ωρίωνα, που ακόμη κυνηγά τις Πλειάδες, τις κόρες του Ατλαντα. Κι αυτές αιωνίως προπορεύονται. Στην ανάδυσή τους, γυμνοί θεριστές. Στη δύση τους, έρωντες που γίνονται τα δάκρυα της ομίχλης του νου, καθώς τα φθινοπωρινά φύλλα, γνώρισαν το θνητό τους τέλος.

Κι έπειτα μια γη γυμνή, μπροστά στις κοφτερές κρύες λάμες.

Η επάνοδος της σιωπής, πιο έντονης από ποτέ, μέσα από τα χέρια χορευτών, που υψώνονται στο φως του προβολέα. Ως κλαδιά αφημένα στον άνεμο. Που οι αρχαίοι, παλιοί δράκοι λένε, ότι είναι η φύση της ψυχής. Μιας ψυχής, ως τα ταραγμένα μαλλιά των νεράιδων, τα αφημένα στα δάκρυα των Υάδων. Που προλέγουν τον ιδρώτα του Ουρανού, του χαμένου στα βλέμματα των γιών του Κάιν.

Μαινάδα που  θρηνεί το κατακάθι των σκέψεών της. Σ’ ένα πληγωμένο λυκόφως, που χάθηκε στον αχνιστό καφέ μιας αφελούς νωχελικότητας. Πριν ηχήσουν οι εφτά σάλπιγγες. Πριν σταματήσει το κελάηδισμα των Ερινύων. Καθώς κατεβαίνει η Περσεφόνη στα τρίσβαθα του νου, να γίνει ο ατέρμονος κύκλος των αστερισμών που χάθηκαν στον μύθο. Μα που τους θυμάται η σιωπή, κάθε, που η ξεχασμένη ιέρεια λέει το τραγούδι της. Μέσα σε καπνούς από φτηνά τσιγάρα και φωτιά, που καίει αιώνια, μέσα στις ψυχές των ποιητών και των αλανιών του φωτεινού σκότους. Του σκοτεινού φωτός.

Νέγρα νύχτα, που σηκώνει τις άκρες του φουστανιού της μέχρι τους γοφούς και λικνίζεται, ως σε μια καθαρτήρια ιεροτελεστία. Με τα γυμνά της πόδια σε ένα χορό Μαινάδας. Μιας κρυμμένης Μαινάδας, που υποβόσκει πίσω από το γαλήνιο βλέμμα της νεράιδας που χάνεται μέσα στο λυκαυγές. Γιατί ζει μέσα στο λυκόφως. Εχοντας τα χέρια της γδαρμένα από την ανάβαση σε τοίχους ψηλούς και κοφτερούς. Εκεί που κρύβεται ο φτερωτός θεός. Ο κλέφτης θεός του Ερωντα.

Και οι Πλειάδες, οι κόρες του Ατλαντα θα προπορεύονται αιωνίως του Ωρίωνα και με έναν αναστεναγμό θα δύουν στην αγκαλιά του Ωκεανού. Και η δύση τους, αυτός ο αιώνιος θάνατός τους, θα προμηνύει την έλευση του φωτός, σε εποχές σκοταδιού και Ερινύων. Θα είναι το προμήνυμα της αλλαγής των εποχών του Εντός. Του χαμένου νούφαρου στην ανάσα της ξεχασμένης κρινοδάκτυλης ιέρειας. Που συνεχίζει το τραγούδι της μέσα στα δάκρυα των Υάδων.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

ΠΟΙΗΤΗΣ


Τι να’ ναι ο ποιητής;

Εκείνος που το αόρατο το κάνει ορατό. Που τη σιωπή κάνει λόγια. Που τη μοναξιά κάνει συντροφικότητα. Που την έρημο κάνει ταξίδι στη χώρα των ρουμπινιών. Που πιάνει τις ηλιαχτίδες και τις κάνει το χάδι στα μαλλιά ενός, μόνου, σε νύχτα γιορτής.

Τι να’ ναι ο ποιητής;

Αυτός που, ξωτικό και νεράιδα είναι. Που Πάνας και ‘Αρτεμη είναι. Που του ανήκουν η Βαβυλώνα κι η Ατλαντίδα, που ποτέ δεν είδε, μα τις γνωρίζει και είναι δικές του.

Τι να’ ναι ο ποιητής;

Αυτός που το σκοτάδι είναι φίλος του. Αυτός που το φως ερωτεύεται τις πληγές του. 

 

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Η ΓΥΜΝΗ ΣΙΩΠΗ...


Κτυπούν τα τύμπανα του πολέμου. Ρυθμικά. Σημαίνοντας την επιδρομή στις ώρες του λυκόφωτος.

Ενας αρχάγγελος με πύρινη αρματωσιά και τα φτερά ανοιγμένα, σου δίνει το σπαθί. ‘Αλικη ανάσα. Γεμάτη από τη φωτιά παλιών δράκων. Και ίπταται της ψυχής, που θέλει το εύκολο. Να θέλεις το δύσκολο! Να θέλεις το αδύνατο!.

Το λυκόφως μίλησε και καλεί σε κυνήγι.

Μέσα από τις φλόγες του Εντός, ξεπετάγεται ένας αητός. Κι αν τα φτερά του είναι καψαλισμένα, ο ίδιος θέλησε να γίνει φωτιά. Τα φτερά του τώρα είναι πύρινες γλώσσες που μιλούν στην αρχαία λαλιά. Αυτήν, που καταλαβαίνουν όλα τα ορατά και τα αόρατα. Και είναι όλα παρόντα. Και καλούν σε έναν πολεμικό χορό, γύρω από την αειθαλή φλόγα του Είναι. Και αυτό (το Είναι), βγάζει αλαλαγμούς σε όλες τις δυνατές παραλλαγές του, πέρα από τα όρια του υπάρχοντος. Οντως.

Μια αχαλίνωτη δυνατότητα της επίτευξης των οριζόντων.

Γαλαξίες και σύμπαντα ομάδι, σε ένα χαμόγελο. Ένα τόσο αταίριαστα ταιριαστό Είναι. Που θέλησε να γίνει το ‘Ολον από το οποίο προήλθε, αλλά που ήταν τελείως απαίδευτο στο να έχει υπό τον έλεγχο του, τα χαλινάρια από το άρμα του Ηλιου. Γελά ο Ηλιος και του αφήνει τα καθαρόαιμα άτια  του, στα άπειρα χέρια του. Ξέρει ότι ριψοκινδυνεύει να χάσει το βασίλειό του.. Όμως ο κίνδυνος κάνει την εμπειρία. Κλείνεις τα μάτια και κοιτάς μέσα στο αρχέγονο πυρήνα και μετά τραβάς με δύναμη τα άτια του Ηλιου. Και το άρμα ανεβαίνει κατακόρυφα. Και τότε πιάνεσαι από την πρώτη ηλιαχτίδα που πέφτει στα μακριά μαλλιά του αιώνια νέου ‘Ερωντα.

Και τον ρωτάς, αν είναι η αιωνιότητα κοντά πια. Κι αυτός σου λέει το μυστικό. Που κρύβεται στην ανάσα της ηδονής της αναζήτησης.

Το Εντός σου δείχνει τον δρόμο για τον άλλον. Το Εντός είναι ο δρόμος. Κι η σιωπή φορά τα πιο πλουμιστά της λούσα που οι παράταιροι ήχοι σου, της τα έδωσαν. Μα της είναι ξένα. Τα βγάζει. Κι απομένει γυμνή. Αφουγκράσου…

 

ΤΟ ΧΑΔΙ ΤΗΣ ΘΥΡΑΣ...


Αρχέγονη φιγούρα στο θέατρο σκιών της  Ανατολής, ξύπνα και γδύσου τα πέπλα σου.

Μια λεπίδα λευκή, ως κοφτερός κρίνος, κόβει το μαύρο, λαβώνοντάς το ανεπανόρθωτα.

Κρυφή μουσική κείτεται μέσα στα σιωπηλά νούφαρα.

Ανοιξε δίοδο στις λόγχες.

Αφουγκράσου το ντροπαλό δάκρυ των οριζόντων, που μόλις διακρίνεται στην άκρη του βλέμματος της Αυγής.

Προς τα μέσα είναι το ταξίδι. Προς τα μέσα είναι η Ατλαντίδα, που χάθηκε επί τα εκτός. Δεν χρειάζονται φανταχτερές θύρες. Υπάρχει μόνο μια ασπρόμαυρη ‘Ιριδα που ανοίγει, μόνο, όταν την χα’ι’δέψει το φως.

Τότε, στο άγγιγμα των ηλιαχτίδων, δες, χαμένε ταξιδευτή της ερήμου. Αυτό που πιάνεις στην άκρη του νου σου, είναι τα φτερά σου. Τεράστια, μαύρα. Θα μπορούσε να είναι ένα συνοθύλευμα από την έκσταση που ψάχνεις σε μακρινές διαδρομές. Σε μια αιωνιότητα-φευγιό.

Το ταξίδι είναι αλλού. Εσύ είσαι το ταξίδι. Εσύ είσαι το όνειρο. ‘Όλα εσύ, χαμένε ακροβάτη στα θρύψαλα του γαλάζιου. Κάρφωσες τον ορίζοντα στους τοίχους του ‘’είναι’’. Και τον βλέπεις σαν σε ακίνητη εικόνα. Ασε το βλέμμα σου να το χα’ι’δέψει ο άνεμος, ο γεμάτος αθιβολιές κι αρώματα από τους κρεμαστούς τους κήπους της Βαβυλώνας, που, αν δε το ξέρεις, είναι δικιά σου.

Είσαι η Βαβυλώνα. Γεμάτη από το αίμα των βωμών, των βεβηλωμένων από του Πάνα τα συμπόσια.

Κι εσύ, παιδί με το χέρι σπασμένο, επειδή ακούμπησε το  χάδι. Μα με τις μαύρες φτερούγες σου, ανοιχτές διάπλατα, να πιάνουν όλο το σώμα ενός ψηλού πολεμιστή των Αστερισμών, που έχουν οδηγό τους οι ναύτες. Οι χαμένοι στις υγρές αγκαλιές των Ωκεανίδων, με τα μακριά μαλλιά, τα γεμάτα υποσχέσεις. Για ηδονές. Για πραγματώσεις. Για εκπληρώσεις του ανεκπλήρωτου. Για το εφικτό του ανέφικτου. Για το δυνατό, στο αδύνατο.

   Κι η σιωπή παρούσα. Με ένα αδιόρατο μειδίαμα να σε κοιτά υπομονετικά. Να φεύγεις. Ολο να φεύγεις. Για που; Χαμένε ταξιδευτή των ερήμων.

Βέβηλα παζάρια στις περιβόλους της αιωνιότητας, αντί για θυμίαμα.

Στάσου και αφουγκράσου. Την αύρα του πρωινού, που υπομονετικά είναι εκεί σε μια ατέρμονη επανάληψη. Μήπως και την αντιληφθείς επιτέλους.

Η σιωπή, είναι τότε, πριν ξυπνήσουν τα πουλιά και σε καλέσουν για το πέταγμα στο διάφανο. Το καθαρό. Το απέριττα απλό. Αφουγκράσου το καθαρό ταξιδευτή. Οι Ατλαντίδες είναι δικιές σου. Κι όμως εσύ, ψάχνεις στα σκοτεινά βλέμματα των ψεύτικων δρόμων. Κι η Ιριδα, ανοιγοκλείνει ατέρμονα στο πρώτο άγγιγμα- κάλεσμα του νιογέννητου φωτός. Κάθε Αυγή. Μα εσύ προτιμάς τον παράταιρο ήχο των πλουμιστών παγωνιών, που κρώζουν αντί να κελαηδούν. Που σέρνουν την πλουμιστή τους κενότητα, αντί να πετούν.

Κι όμως, να! Ένα πετροχελίδονο. Απλό. Μα με δυνατά φτερά. Μια μαυρόασπρη αιωνιότητα. Ευέλικτη. Εντός σου. Το χάδι της Ιριδας. Το χάδι της θύρας. 

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

σε νύχτα ελάσσονα...


Ένα adagio που μεταμορφώθηκε σε σουίνγκ, το λυκόφως. Παρεμπίπτοντες ήχοι, ως από τα ανοιχτά παράθυρα του νου.

Θα μπορούσε να ήταν μισοσβησμένη κάφτρα, που, αν και καπνιστής, σε ενοχλεί, το παράταιρο του χρόνου.

Εκπτωτα φθινόπωρα, ως η αβεβαιότητα της πιθανότητας.

Βέβηλος χορός εξωτικής κορασίδας σε λάθος τόπο, το κλεμμένο παρόν. Από μια οπτασία που είναι σχεδόν βέβαιη ότι αποτελεί παρουσία. Το όνειρο. Ως εκλιπούσα παρόρμηση που αφήνει έντονο άρωμα από τα μπαχάρια των ταξιδιών της αναζήτησης.

Ως adagio που χάθηκε σε μια διασκευή σουίνγκ.

Ένα γαλάζιο αναποφάσιστο. Χρόνος με ένα βεβιασμένο χαμόγελο.

Κάπου αλλού είναι λυκαυγές το δικό σου λυκόφως.

Μώβ στιγμές. Ανακατεμένο άλικο και μπλέ. Σχεδόν νύχτα. Σε ελάσσονα κλιμακα.

Νύχτα ελάσσονα…

 

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

ΑΛΙΚΟ ΑΛΑΝΙ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ...


Γέλιο, πίσω από διάφανες ομίχλες. Γέλιο, πίσω από νωχελικούς καπνούς. Γέλιο, πίσω από τα νέφη. Γέλιο, τ’ ουρανού το ξέσπασμα. Γέλιο, του κεραυνού το βλέμμα.

Κάτσε ακίνητος και θα πιάσεις τους καιρούς. Γέλασε και θα πιάσεις τους ανέμους.

Γραμμή που θέλησε, αντί για όριο, να γίνει πολύχρωμη κορδέλα, στα χέρια ασκούμενης χορεύτριας του νου.

Ισως το παιχνίδι να είναι στημένο. Ισως. Όμως είναι πάντα παιχνίδι.

Γίνε αλάνι, με λερωμένα τα χαμογελαστά του μάγουλα από τη κλεμμένη σοκολάτα της νύχτας.

Όταν οι καιροί γίνονται σκοτεινοί, είναι η ώρα για το ‘Αλικο Αλάνι της Αυγής.

 

The fly

Stay still and you will catch the fly ...

ΥΠΟΧΘΟΝΙΑ ΚΡΑΥΓΗ Η' ΟΙ ΩΡΕΣ...


Μια υποχθόνια κραυγή σκίζει τα σωθικά του ορίζοντα. Δρομέας που ξεπέρασε τους νόμους της αντοχής . Και είναι ευτυχής τώρα. Γιατί πετά αντί να τρέχει πιά. Μαύρες φτερούγες έχει στις πληγές. Που είναι βότανα της Αυγής. Κρυφό φως σε κάθε ξενιτεμένο βλέμμα. Που χάνεται στα μάτια μιας τόσο απούσας παρουσίας.

Και ύστερα ο τροβαδούρος αρχίζει το μακρόσυρτο τραγούδι του. Μέσα στους καπνούς ενός χρόνου, που απορείς, πως υπάρχει ακόμα.

Κι οι πηγές του Αχέροντα σου ψιθυρίζουν ότι οι ώρες συνεχίζουν να χτυπούν ακόμα.

Η ώρα του λύκου. Η ώρα του μαυροντυμένου χα’ι’νη. Η ώρα της ξεχασμένης ερήμου. Η ώρα της σκισμένης σάρκας εξωτικού καρπού στα δόντια του λυκόφωτος. Η ώρα του ταξιδευτή των οριζόντων. Η ώρα της αιματοβαμμένης λάμας του κοφτερού ‘’είναι’’. Η ώρα της υποχθόνιας κραυγής. Που γκρεμίζει τους βωμούς των βέβηλων ψευδαισθήσεων. Αλήθεια σε καλώ. Όπως ο χορός των τυμπάνων πριν την έναρξη της παράστασης των σκιών. Και ‘συ, χαμένος ηθοποιός, ο κορυφαίος του χορού, που αρνείται να πει τα λόγια.

Και φτιάχνει μόνος, την υποχθόνια κραυγή. Ως αφυπνισμένη αρχέγονη ηδονή.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

ΜΙΑ ΤΡΑΓΟΠΟΔΑΡΗ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ


Έσκισα την Αυγή μ’ έναν κεραυνό. Έσκισα το δείλι μ’ έναν κεραυνό . Ο μέλανας χιτώνας της νύχτας , τυλίγει ως όφις τον παράταιρο ήχο . Σε σκοτώνω . Εσένα που άγγιξες την σιωπή , ψεύτη πόθε του Άδη .

Μετά κλείνουν οι πύλες . Μετά σπάω τις πύλες που τόλμησαν να κλείσουν .

Άλικο στο γαλάζιο . Άλικο στο βλέμμα . Άλικη κραυγή .

Το ταξίδι δεν περιμένει . Άλμα στον Άνεμο .

Έπειτα μια θάλασσα γεμάτη από την θεά.

Μια σταγόνα αίμα πάνω στο γκρίζο . Ξύπνησε ο λύκος και βρουχάται . Κι είναι όλα καθαρά πάλι . Όπως μετά την βροχή . Μοσχοβολάνε όλα το δάκρυ των νεφών .

Κι η ξαστεριά παίρνει την εκδίκησή της . Και αναδύεται αγέρωχη , ξυπνώντας τον Πάνα .

Μια τραγοπόδαρη αιωνιότητα κυνηγά τις νεράιδες . Κι αυτές αρπάζουν τις εσχατιές των ερήμων και τις κάνουν Έρωντα .

Στη συνουσία τους με τους κεραυνούς σκοτώνουν το θνητό και γεννούν το ατέρμονο.

Μη ρωτάς ποτέ τα μυστικά των βράχων . Έχουν πάρει όρκο σιωπής . Το κύμα ρώτα μόνο . Που τα σκοτώνει με το χάδι του.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Η ΣΑΡΚΑ ΤΟΥ ΞΩΤΙΚΟΥ


Μύρο του θεάτρου των στιγμών , των αφημένων στη ψευδαίσθηση . Ανυπόστατη γαλήνη . Αντικαθρεπτισμός του έλους , το χαμένο νερό της θλίψης. Ένα γερμένο φύλλο ενός πλάτανου που έχασε την αιωνιότητά του. Στιγμές που ζητούν το άλλο . Στιγμές που δεν είναι . Που έχουν , αλλά δεν είναι .

Όταν είσαι στην έρημο , καραδοκούν οι έφιπποι Βεδουίνοι του ‘’εντός’’ , ντυμένοι τα μέλανα βλέμματά τους . Και μια χαμένη κανέλλα ζευγαρώνει με τα μοσχοκάρφια από κρυμμένες αρχαίες αγορές .

Μην απαντάς . Απλώς ρώτα . Τον κλέφτη ‘Ανεμο της Αυγής που συχνάζει στα καπηλιά του δειλινού και μεθά με τους ‘Ερωντες πλανεμένων αστερισμών .

Μετά ένα καθαρτήριο δάκρυ , φερμένο από ταξιδιάρικα πουλιά που αποδημούν , ζητώντας τις Αλήθειες της Νεραντζιάς.

Αρωμα που αναδύεται όταν πληγωθεί η γαλήνη.

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ - ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ


Οντε θε να ‘χεις τα φτερά , του νου , κάτω ριγμένα, κάνε τον πόνο πέταγμα , ξέγραψε τα γραμμένα.

Οντε θε να ‘σαι αμοναχός , νταγιάντα , μη λυγίσεις , καλλιά να σπάσεις το γυαλί , παρά να το ραγίσεις.

Οντε οι σκέψεις θα γινούν , βαρύ , μαύρο κουβάρι , γίνε σπαθί και κόψε το , λίρας γίνε δοξάρι.

Κι αν έκλαψα , το δάκρυ μου το ‘ πιασα που κυλούσε κι ήταν αυτό που μ’ ένιωσε , το χέρι μου κρατούσε.

Στου νου μου τα ‘ ακροδάκτυλα ,πιάστηκε ένα δάκρυ , γέννησε ζάλα δυνατά , κάθε γκρεμού η άκρη.

Τσ’ αλήθειας σου να μη ξεχνάς σ’ ερήμους οντε φτάσεις , κάνε το αίμα της πληγής , πηγή να ξεδιψάσεις.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

τα ψυχόνυχα της γοργόνας...


Τι τώρα , τι μετά από λίγο . Τώρα λοιπόν . Σε κοιτώ κατάματα Μέδουσα . Δεν μπορείς να με μαρμαρώσεις γιατί ξέρω το όνομά σου . Ξέρω όλα σου τα ονόματα . Τα χαμένα στα συντρίμμια βωμών που νομίζουν ότι φοβίζουν τις Ιφιγένειες .

Που πάντα στο τέλος γι αυτές αναβάλλεται το θυμίαμα . Και πάντα κερδίζεται η αιώνια μάχη , χωρίς ο Κάλχας να διαβάσει τα ανοιγμένα σπλάχνα τους .

Οι οιωνοί είναι το παιχνίδι των θεών ,

Κάπου , στο βυθό της αβύσσου βρίσκεται η απάντηση στο μυστικό το θαμμένο από τους Εγκέλαδους του ‘’είναι’’.

Ισως ψάχνοντας στη αρχή του Ερέβους βρεθεί το φως στην άκρη των στίχων που μόλις γεννήθηκαν.

Και μετά το ταξίδι .

Τα λόγια είναι οι πληγές της σιωπής .

Κι αυτή αιμορραγεί , βάφοντας το γαλάζιο . Που μια σκοτεινή θεά το τσαγκρούνισε και της έμεινε στα ακρόνυχα . Στη συνουσία της με όλα τα όνειρα .

Όταν πεθαίνουν τα σύννεφα γίνονται βροχή – ιδρώτας των Ερώντων που δραπετεύουν κάθε δείλι.

Κάθε κορυφή είναι ένα τέλος .Που ζητά να αναιρεθεί και να γίνει πέταγμα .

Στα μαλλιά της γοργόνας που θρηνεί , γιατί δεν της απαντούν οι Ανεμοι . Όταν τους ρωτά για το ποιος μάγεψε τα ψυχόνυχά της .

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΓΓΙΓΜΑ ...


Κάποιες φορές η σιωπή είναι  τόσο αταίριαστα ζεστή . Διάφανο υφάδι , σε τυλίγει , η ανάσα του θέρους που σβήνει . Εικόνα που χάνεται στο βυθό των οριζόντων , καθώς απομακρύνεσαι , σε ατέρμονες διαδρομές .

Κάποιες φορές το γνωστό είναι τόσο άγνωστο . Χώρα μακρινή που επισκέφτηκες και σου άφησε το ανεξίτηλο άρωμά της . Αγγιγμα φευγαλέας ηδονής , που σου άφησε το ανεξίτηλο άρωμά της .

Φιλί που μέσα του χάθηκες . Που μέσα του ζήτησες να χαθείς .

Και μετά , ζαλισμένος περιστρεφόμενος δερβίσης , με το ένα χέρι στο γαλάζιο και το άλλο στο σκοτάδι , στροβιλίζεσαι σ’ έναν διάττοντα Έρωντα.

Να’ ναι η ηδονή , η πάχνη που σε τυλίγει και σου δίνει τους λωτούς της για να ξεχαστείς στις διάφανες αγκαλιές των Σειρήνων .

Αταίριαστοι ήχοι . Παράταιροι με τη σιωπή . Κι αν ξένοι , πιο οικείοι , από αθιβολιές που διαγράφηκαν .

Στίγμα ρόδινο που χάνεται καθώς απομακρύνεσαι. Όλο και πιο κοντά σ’ αυτό το κάτι που είσαι , αφού επιτέλους αρνήθηκες ότι έχεις .

Και γυμνός από τη ψευδαίσθηση , πορεύεσαι στο βλέμμα του λυκόφωτος . Που σε καλεί , θνητή θεά , που το διάλεξε να είναι , το τέλος του ατέρμονου πόνου .

Βαριά μελωδία που αφήνεται στους σέρτικους καπνούς του ‘’τώρα’’.

Ηδονές που σε κάνουν να ξεχνάς , εστω και φευγαλέα , τη σιωπή .

Παράταιροι ήχοι . Μα τόσο ζεστοί . Όσο η αλήθεια που λένε μεταξύ τους δυο ξένοι , σε μια συντροφικά μοναχική διαδρομή . Καθώς πορεύεσαι , χωρίς να θέλεις δικό σου τόπο . Περιπλανώμενος  τροβαδούρος που ξέφυγε από τα ξεχασμένα τραγούδια άγνωστων μουσικών , που βρέθηκαν ξανά στο άγγιγμα των Εραστών του εφήμερου .

Θα σε δω στους στίχους των τραγουδιών …

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

ως αδέσποτη απουσία...


Ιαχές του νου . Και ύστερα σιωπή . Ως Μορφέας των χρυσαλίδων . Ακατέργαστη γαλήνη . Η ειρωνεία του μαντατοφόρου Ερμή , μπροστά στον Αδη της πεθυμιάς . Ενας αναποφάσιστος άνεμος .

Στα σκαλιά των οριζόντων , φωτιά μόνη . Στα βλέμματα των οριζόντων , φωτιά μόνη .

Το κάλεσμα ενός φλύαρου απείρου .

Στις εσχατιές της σκέψης , οι τριγμοί ενός βωβού πόνου που σφίγγει τα δόντια .

Ευτυχώς είναι μεγάλη η έρημος . Έχουμε δρόμο ακόμη στο ψιθύρισμα των διαττόντων στιγμών .

Ενας λογισμός που απέμεινε , φεύγει , ταξιδευτής της νύχτας .

Εκεί που τελειώνουν οι δρόμοι αρχίζει το απέραντο . Σάλπισμα ενός θυμωμένου νου , για ανασύνταξη σκέψεων .

Ισως το νερό της οδύνης να γίνει ένα με τα χαμένα πελάγη που βρέθηκαν .

Οσο ανεβαίνει το φως , όλα διαβαίνουν τις πύλες.

Μη μηδίσεις .

Η πάχνη χάνεται στη πρώτη ανάσα της αφύπνισης . Ως διαφυγών λύκος υπό το σεληνόφως.

Μόνο η Ηχώς των αστερισμών , αντιμάχεται τους λογισμούς .

Χορικό άσμα που έμεινε ατέλειωτο , γιατί έγινε Διόσκουρος ναυαγισμένων Ατλαντίδων .

Ηδονή .

Ως βότανο εξοστρακισμένης πληγής .

Είθε να δραπετεύσουν οι Άνεμοι για να ελευθερωθούν τα πέλαγα των εσωτερικών συμπάντων .

Θύελλα , σε καλώ με τ’ όνομά σου .

Εκεί που τελειώνει η σιωπή , κρύβεται , ως αδέσποτη απουσία , η κρυφή μας δύναμη .

Η ψευδαίσθηση των καιρών , ως φθινοπωρινά φύλλα , αφημένα στον Έρωντα των Ανέμων .

Μη ξεχνάς να θυμάσαι …

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

σαν αδέσποτη απουσία ...

Εκεί που τελειώνει η σιωπή , κρύβεται , σαν αδέσποτη απουσία , η κρυφή μας δύναμη .
Η ψευδαίσθηση των καιρών είναι φθινοπωρινά φύλλα , αφημένα στον Ερωντα  των Ανέμων .
Μη ξεχνάς να θυμάσαι ...

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΑΥΓΗ ή Η ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΑΝΑΣΑ


Ότι έχουμε , ότι είμαστε , μιάς σιγαλιάς σταγόνα , μία ευχή ψιθυριστή στων λογισμών το γόνα.

Οντε η ρυτίδα του θυμού , αμφιβολιάς σημάδι , θε να χαθεί , θε να σε βρώ , σ’ ενός καφέ το χάδι.

Θα γίνει φλόγα ο μισεμός κι ο πάγος θε να λιώσει , φιλί , τσιγάρου ρουφηξιά , που η σιωπή θα νιώσει.

Κι οι σκέψεις θε να φλυαρούν – κρυστάλινο ρυάκι , δρόμοι- Σειρήνες , σε καλούν , σπασμένη αυγή , το διάκι.

Μια πεθυμιά ακροβατεί σ’ ένα καπνό – χα’ι’νη κι είναι ο θυμός που καίγεται , γεύση γλυκιά αφήνει.

Κι ανοίγεις χίλιες αγκαλιές στ’ ορίζοντα τα πλάτη , ορθός στη ράχη στέκεσαι στου λογισμού το άτι. Και τρέχει αυτό στ’ αστερισμούς που έχεις σύντροφό σου , κρυφό σημάδι τ’ Ερωντα , στο κόρφο το δικό σου.

Και παίρνεις την απόφαση , λεύτερα να τ’ αφήσεις τ’ άνθη-πόθοι της σιωπής , τους φλόκους πια να λύσεις. Να ξεχυθούν στον άνεμο , μαλλιά –οι ωκεανοί σου , που ‘ ναι μακρά σα πεθυμιές , απλώσου , φως , κινήσου,

Κι ένα τραγούδι που ‘ ν παλιό, απ’ έφηβο παιγμένο είναι οι ρυτίδες π’ άλλαξαν , ξαθέρι μαγεμένο. Που λέγει σου , μη λησμονείς τσ’ ερήμους που διαβήκες , είναι αυτές που σου ‘ δωσαν τους δρόμους που ανήκες.

Κι ειν’ ιαχή ,του καθενός ,τα ζάλα που χτυπούνε κι ειν’ δυνατά και ρυθμικά , τη σκόνη τη διαλούνε.

Συντεταγμένα προχωρούν , με λάβαρο το βλέμμα , τ’ αυγερινού , που έκλεψες , απ’ των λυγμών το έρμα.

Κρυφό του νου ψιθύρισμα , σα ξεχασμένη ανάσα , δύτη , απου τον μάγεψαν , βυθού ψυχής , τα πάσα.

τα ξαθέρια των οριζόντων και τα παλιά λόγια των βράχων

Πτυχες του χρόνου οι θύμησες , του λογισμού ρυτίδες , πόσες εικόνες πέρασαν , βλέμα , ουρανού αχτίδες. Κι είν ' της ψυχής η συνεφιά σεντούκι κλειδωμένο , απού το φως δε το θωρρεί , καστέλι στοιχειωμένο. Ξερό κλαδί στον άνεμο , στης λησμονιάς τη σκόνη και είναι ο  νούς , π' ότι έπεσε , με δύναμη σηκώνει. Πέρα μακρά στην άκρη σου , βράχε μου , λογισμέ μου , εκεί που φτάνει η πεθυμιά τ' άγραφο τώρα ' πε μου. Και τραγουδεί η λησμονιά σειρήνα που μαγεύει , τωρα και χτες και αύριο , με τέχνη τα μπερδεύει. Μα έρχεται απ' τα ψηλά τα όρη σαν αδράχτι , του θυμαριού η μυρωδιά στης σκέψης σου το άχτι . Και τότε λευτερώνονται της θέλησης τ ' αγρίμια , ποδοπατούνε τα τραχιά του λογισμού συντρίμια. Κι οι ρίζες φανερώνονται, θεές με χίλια χέρια , πολεμιστές της έρημου , τ' ορίζοντα ξαθέρια. Εχουν κεφαλομάντηλο , λογια παλιά των βράχων , λογια αγάπης που ' γραψε , ο Ερωντας ο άρχων. Και λάβαρα έχουν της καρδιάς τις πεθυμιές  στα στήθια , δε ζούνε , δε βολεύονται , ποτε τους στη συνήθεια.Κι έχουνε στις αγκάλες τους , που ' ναι μαυροντυμένες , των αστεριών τα μυστικά , σκέψεις λησμονημένες. Κι ακροβατούν στις θύελες , βγαίνουνε απ'  τη πάχνη , είν ' δροσουλίτες της αυγής , τ ' όνειρο που τους ψάχνει.Μα κρύβονται στα πιό κρυφά απού ' χεις στη καρδιά σου , για να τους δείς , κοίτα μακρά , πέρ ' απ ' τα λογικά σου . Θυμίσου ότι ήξερες μικρό παιδί οντ ' ήσουν , απού μιλούσες στα θεριά χωρίς να σε φοβήσουν.

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Το άλικο μπλε


Κάποτε οι σκιές θα χαθούν στο βλέμμα του λύκου. Είναι τότε που ένας χαμένος καπνός θα αναδυθεί. Στο άλικο μπλε. Ως άλμα αύρας που ξεσπά. Σε μιαν αέναη εναιώρηση στον ήχο της σκέψης.

Ένα ταξίδι της αυγής . Ένα ταξίδι του δειλινού .

Στο λυκόφως των ήχων πεθαίνουν οι σκιές .

Μη πεις ποτέ ψέματα στις σκιές σου .

Οι σκιές είσαι εσύ όπως σε βλέπει το φως .

Κύκλοι που έγιναν κυματισμός και ξύπνησαν πριν τα πουλιά.

Κάποτε θα δούμε τις κερασιές , πριν το άρμα του Φαέθοντα γίνει βέβηλη πεθυμιά .

Θα είμαστε μόνο τα φτερά , χωρίς τον έκπτωτο άγγελό τους .

Ως άγραφοι δρόμοι της σιωπής.

Μη πεις ποτέ ξανά ψέματα στις σκιές μου ..

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΖΑΛΙΣΜΕΝΟ ΠΕΤΑΓΜΑ


Μαβιά σκιά- αστερισμός , σπίθα κρυφού ονείρου , καυτή ανάσα ξεψυχά στον ‘Ερωντα τ’ απείρου .

Λιώνει το φως στα βλέμματα , στ’ αγγίγματα , στις ήττες , μια ηδονή π’αναζητά πηγών αρχαίων κοίτες.

Και μια μιλιά ψιθυριστή , σα βογγητό του ‘Αδη , κόρη της Γης π’ αντάμωσε  , σ’ ένα χαμένο χάδι.

‘Ένα ιδρωμένο ‘’ σ’ αγαπώ ‘’ στο γύρισμα του θέρους , ένα , της νύχτας άγγιγμα , στου πιο κρυφού της μέρους.

Κι είναι μελάνι ο ουρανός  κι ειν’ η ψυχή εν άστρο και ένας κλέφτης ‘Ερωντας κουρσεύει σάρκας κάστρο.

Κρυφοπατεί η πεθυμιά μεσ’ σε μπαχάρια σκέψης, ότι είναι όλα εφήμερα , καλλιά να το πιστέψεις.

Κι ακροβατείς κι ακροβατώ κι η άβυσσος γελάει , σε τεντωμένη μια χορδή κι ο ‘Ερωντας τη σπάει.

Και πέφτουμε αιώνια , πολύ βαθιά εντός μας και ψάχνεις με και ψάχνω σε , μα νύχτωσε το φως μας.

Κι ειν’ οι βραδιές πάρα πολλές , οι ‘Ερωντες άλλοι τόσοι , είναι κρυφές λαβωματιές , των ηδονών η χρώση.

Είπα Ιθάκη δε ζητώ και γυρισμό δεν έχει , τσ’ αθιβολής το πέλαγο ο νους μου το αντέχει.

Δε θα’ ρθω , δε σ’ αναζητώ , θα ‘ ρθεις εσύ , το ξέρω , παίζεις πολύ με τη φωτιά , νερό δε θα σου φέρω.

Ανεμος , θα ‘ μαι , θύελλα , ως λέει τ’ όνομά μου , θε να σε κάψω κι ας καώ και ‘ γω και η καρδιά μου .

Κι είν ‘ πεταλούδα η πεθυμιά στο φως του δειλινού σου , το ζαλισμένο πέταγμα του πιο παλιού καημού σου.

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

ΜΑΥΡΗ ΦΤΕΡΟΥΓΑ ...


Μαύρη φτερούγα κείτονταν στο δρόμο σκονισμένη , σημάδι να ‘ ναι Ερωντα , καρδιά αητού χαμένη .

Κι ακόμα ήταν ανοιχτή κι αν κείτονταν πετούσε , άσμα παλιού πολεμιστή , νεράιδα που ξεχνούσε.

Κι ήταν η σκόνη , σκέψη ντου κι ήταν ο δρόμος μάχη , ειν’ ουρανός που ξέπεσε , δίχως αστέρια να ‘χει.

Κι όμως της νύχτας τα θεριά , του ‘Ερωντα τ’ αγρίμια , σεβάστηκαν το πέταγμα , που ήταν πια συντρίμια.

Και κάπου-κάπου μιαν ευχή κάποια γριά – Αφροδίτη , λέει για να ‘ χει συντροφιά στου στεναγμού τη κοίτη.

Και παλικάρια σα περνούν , πίνοντας , τραγουδώντας , δίνουν κρασί ωσάν σπονδή , τον ‘Αδη αψηφώντας.

Και ‘ γω διαβάτης που γυρνώ μαζί με τσ’ ασκιανούς μου , θωρώ τη και δωρίζω τη , στους θρήνους τους δικούς μου.

Και μια βραδιά καλοκαιριού , μια νύχτα φλογισμένη , θωρώ σπασμένο πέταγμα , να’ ναι η ψυχή ζωσμένη.

Μαύρη φτερούγα μοναχή , φορά μαύρα στοιβάνια κι αν είναι μια , δε σκιάζεται , πετάει στα ουράνια.

Και είδε όλα τα πέλαγα , τους ‘Ερωντες ,τα πάθη, που έζησα όπως κι αυτή και τώρα ο νους μου πλάθει.

Και τη  γροικώ να μου γελά κάθε του λύκου ώρα , πριχού η μέρα να χαθεί κι η νύχτα να ‘ ρθει τώρα.

‘Κειός που πονεί κι ανε πονεί , πολλά μακρά πετάει και για καρδιά έχει πληγή απού τον ξεδιψάει.

 

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

η ρωγμή των σκιών...


Πέρα από τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας , πέρα από το φως των φάρων του αρχιπελάγους , πέρα από τα σπήλια των αγριμιών , στη ρωγμή των σκιών , κοιμάται η αγάπη μου . Εκεί που πεθαίνει ο χρόνος , που ανασταίνεται το ατέρμονο , κοιμάται η αγάπη μου . Πληγή των οριζόντων η κραυγή του πόθου. Η κραυγή της αυγής στη πρώτη ανάσα της , όταν γεννιέται. Η σχισμή του ανεκπλήρωτου είναι η πραγμάτωση . Επρεπε να χαθείς πρώτα στα όνειρα για να βρεθείς στην εκπλήρωση τους . Η αρχή είναι η στιγμή που είσαι έτοιμος να τραβήξεις τα πέπλα της ομίχλης .Ματώνει το άπειρο στην αρχή , ματώνει και στο τέλος του κύκλου του αδυσώπητου φωτός  ,στις πολυσύχναστες ερήμους των καραβανιών των ταξιδευτών , στα ορατά και τα αόρατα. .

το τέλος του απείρου

Η Φλόγα σκοτώνει τη δροσοσταλίδα . Και ύστερα μέσα από την πάχνη των λογισμών , ξημερώνει το άλικο. Πέρα από το μονοπάτι, κρύβονται τα ελαφίσια μάτια της πεθυμιάς . Πέρα από τους αστερισμούς , η κρυφή μουσική . Αν την ψηλαφίσεις , θα πει ότι έμαθες , … λέει το σκοτάδι στο φώς . Ζεστή σκέψη , αυτήπου τελικά αποδέχτηκε αυτό που αρνιόνταν , μα ήταν δικό της .Ενα γέλιο ξυπνά τη σιωπή . Και μέσα από το όνειρο , βγαίνουν , μεγαλοπρεπή , τα όρη της αυτογνωσίας . Το άπειρο τελειώνει όταν το κάνεις δικό σου . Όταν γίνεσαι ένα με αυτό. Η στιγμή είναι τότε που θα γεννηθεί το αληθινό . Αυτό που πάνατα υπήρχε αλλά περιμενε να το δεχτείς για να γεννηθεί . Μια σταγόνα που φλέγεται ξεφεύγοντας από την άβυσσο. Η άκρη είναι η αρχή. Η άκρη είναι το τέλος . Η σκοτεινή θεά των οριζόντων ράβει με τα μεταξωτά της δάκρυα . Ειπες ‘’είμαι εγώ ‘’ και το άπειρο κουλουριάστηκε στο ‘’εντός ‘’. Τώρα γίνατε φίλοι . Αγρίμι βρεγμένο που δεν αποχωρίζεται τα όρη για την εφήμερη ζεστασιά. Αναχωριτής της αυγής , άγγελος έκπτωτος , που τελικά βρήκε το δρόμο του , ο άνεμος.Ψιθυρίζει σε ένα πέλαγο αλαβάστρινα μαλλιά. Κι αυτά κυματίζουν , έρωντες πειραχτήρια. Εχει μια μουσική η σιωπή . Ξεχωριστή για τον καθένα . Εχει μια μυρωδιά η σιωπή . Ξεχωριστή για τον καθένα. Κοιμάται το σκοτάδιστα σεντόνια του φωτός , όταν αυτό λείπει . Του αρέσει . Νιώθει την αύρα του . Κι ας λείπει . Είναι εκει . Δικό  του . Περα από το συμβατικό . Το πεπερασμένο . Το άπειρο τέλειωσε . Εγινε δικό του . Γελάνε οι Δράκοι πισω από τα φλιγισμένα μουστακια τους . Τους αρέσει που οι νεότεροι μαθαίνουν . Γι αυτό ρίχνουν ένα τρυφερό , κρυφό χαμόγελο αποδοχής. Το μοίρασμα του μυστικού είναι αυτό που έχει σημασία. Το μοίρασμα . Όχι το μυστικό. Είναι δυσκολο να τα ξεχωρίσεις.Πρεπει πρωτα να πονέσεις μόνος για να δεχτείς το μοίρασμα. Το μυστικό δεν εχει και τόση σημασία. Είναι δικό σου και του άλλου , αυτό έχει σημασία . Να γίνετε η κρυφή ομάδα του ονείρου που συνωμοτεί γελόντας στους Ερωντες. Κι αυτοί κανουν πως δεν ξέρουν και στριφογυρίζουν αδιαφορα , με τα χέρια στις τσέπες τ’ ουρανού . Για να του κλέψουν την ανάσα και να την κάνουν το φιλί των πρωτων Εραστών. Να σπάσουν τους μύθους , σα ρόδι- αίμα , στους τοίχους των κάστρων που δεν έχουν λόγο να υπάρχουν. Γιατί η Ανοιξη άλωσε τις μοναχικές πολεμίστρες τους . Γιατι βρέθηκαν επιτέλους , στα ίδια σεντόνια ρου ‘’ εγώ’’ , το φως και το σκοτάδι . Σε ένα αιώνιο δώσιμο . Είναι το τέλος του απείρου . Ανάσα του δειλινού , καπνισμένη από τις καμινάδες της σκέψης . Δημιουργία . Αρωμα από το ιδρωμένο κορμί της Αυγής , η μυρωδιά της γέννησης του Εντός .Πεθυμιά που κρυβει το γέλιο της μη και το ματιάσουν τα μουχλιασμένα ‘’ πρέπει’’ . Βαθύ άλικο , ο θάνα τος του Αδη . Το άπειρο τελειώνει όταν γίνει δικό σου .

εις το δηινεκές ...

...Το αδυσώπητο άρωμα του γιασεμιού της ερήμου στις σχισμές των οριζόντων της θύμησης . Στις εσχατιές του αρχιπελάγους της μνήμης. Η λόγχη του βλέματος της γνώσης που αιωρήται στο απέραντο του μύθου. Χίλιες στιγμές είναι μόνο ένα ανοιγόκλειμα των βλεφάρων του ατέρμονου. Κάθε έρημος έχει  ένα γιασεμί , που στο πείσμα της , ανθίζει. Σε ενα οξύμορο σχήμα. Αντισυμβατικό , κεντρίζει τα νωχελικά απογεύματα του νού και των αισθήσεων. Πάνω στα όρη , τα συντρίμια των παλιών θεών ανατριχιάζουν. Σημάδι παλιάς πληγής που έγινε στολίδι στο σώμα των αστερισμών. Αφουγκράσου τον ήχο της σκέψης στη σιωπή του λυκόφωτος. Μπαχάρια απο μακρυνές ακτές οι θύμησες . Απο ' κει , που έρχονται οι Δροσουλίτες , στο χάραμα κάθε άνοιξης , δίνοντας ακούραστα τη μάχη τους , εις το διηνεκές . Τιμωρώντας τους εφιάλτες που πληγώνουν το σκοτάδι . Σκιές που γεννιούνται στο πρώτο φως . Γιατι είναι η μοίρα του φωτός να γεννά τις σκιές . Ισως για να συνυπαρχει με το σκοτάδι σε έναν Ερωντα που γεννιέται κάθε αυγή και κάθε δειλινό , στις ρίμες κρυμένων ποιητών στην αρχέγονη μνήμη .Θυμήσου αυτο που πάντα ήξερες όταν πρωτόρθες απο την αιωνιότητα , παιδί όντας , έχοντας πρόσφατη τη θύμηση του σύμπαντος. Τότε που τα ξωτικά έπαιζαν στο νύχι του δράκοντα . Τότε που η λήθη δεν είχε ρίξει τα ομιχλώδη πέπλα της . Αρχή και τέλος , ένα . Μόνο αρχή ... 

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

ΡΙΖΙΤΙΚΟ - ΛΑΦΟΝΗΣΙ ...


ΛΑΦΟΝΗΣΙ

(‘Επαινος στον Πανκρήτιο διαγωνισμό Ριζίτικου . Λαφονήσια 2014 . Σύλλογος Στιχουργών Ν. Χανίων. Δήμος Κισσάμου . Καστέλι Κισσάμου 13/8/2014 .  Αγροτικός Αύγουστος.)

Ρωτώ τσ’ αυγής τα χρώματα γιαντα’ ναι λαβωμένα , και μ’ απαντούνε πως θωρούν ψυχές στο Λαφονήσι .

Ψυχές απού γινήκανε σπίθες σε μάχης φλόγα και η κραυγή τους έβαψε τσ’ ακτές και τους ανέμους.

Κι ο Χάροντας εσκιάχτηκε σαν είδε δε ξεχνιέται η ανδειοσύνη κι η τιμή κι αν επεράσαν χρόνοι.

Και γίναν οι δροσοσταλιές , της χαραυγής το δάκρυ , αιμα-κρασί για να πλυθεί ο πόνος π’ αντικρίσαν.

Βαριά είναι η λευτεριά , βαρύς ο πόνος που’χει , θέλει τους νιούς να χάνονται στης μάχης το μετόχι.

Θέλει τις νιές να γίνονται του Χάροντα οι νύφες να μη τυχόν κι ατιμωθούν απ’ του εχθρού τα βέλη .

Κόκκινη άμμος-θύμηση , πληγή βαθιά στους χρόνους , οι μέλισσες τη τραγουδούν καθώς τσ’ εχθρούς νικούνε.

Θάλασσα μη πικραίνεσαι , αυγή να μη θρηνήσεις , γιατί οι ψυχές αλάφρωσαν , κάνανε τα που πρέπει.

Κι όμως τσ’ αυγής τα χρώματα , βαθιά ειν’ λαβωμένα …

 

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

ρωγμη

Για να αποκτήσεις ότι είσαι πρέπει να αρνηθείς ότι έχεις ...

Η ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΠΥΞΙΔΑ ( ΟΙ ΞΕΝΕΣ ΑΓΚΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)



Το αδιάκριτο φως του δρόμου έκρυβε τους αστερισμούς και λευτέρωνε τις σκιές. Έπιασε ένα βότσαλο από την ακροθαλασσιά της πεθυμιάς , το σημάδεψε και το έσπασε .


Τότε λευτερώθηκε η νύχτα , πιο γοητευτική από ποτέ. Οι σκιές χάθηκαν . Και η δικιά του σκιά χάθηκε επίσης . Στάθηκε και άκουσε τη σιωπή.


Κάποτε ο εαυτός κάνει πολύ θόρυβο και δεν ακούγεται η αγάπη .


Πρέπει να έχεις στροβιλιστεί μέσα στην αδηφάγο δύνη του κενού , να έχεις τρέξει πρώτα μόνος για να καταλάβεις πότε πρέπει να σταθείς . Και ν’ αφουγκραστείς τον ήχο των αστεριών .


Κάποτε πρέπει να χαθείς χρόνους πολλούς σε καυτές ερήμους , σε μοναχικές διαδρομές , για να βρείς στην άκρα του γκρεμού , λίγο πριν το πέταγμα , το γιασεμί της ερήμου.


Είναι περίεργο που όλα οδηγούν στο Νότο .


Μια πυξίδα αιρετική είναι η καρδιά. Που δείχνει αντίθετα απ’ ότι είθισται.


Μικρή κουκίδα στο πέλαγο του άγνωστου , που  είναι πια φίλος , που ήρθε αγνώριστος , μα τόσο οικείος .


Είναι πολύ κοντά το μακριά . Όταν το σύμπαν είσαι εσύ και εσύ το σύμπαν . Όταν έχεις γίνει ένα με το όλον απ’ όπου προέρχεσαι .


Φτάνει μόνο μια στιγμή να σταθείς και να το αφουγκραστείς . Και θα’ρθει κοντά σου . Γεμάτο ‘Ερωντες , κάτι ζεστές αυγουστιάτικες νύχτες που θα ‘ χεις χαθεί σε ξένες αγκαλιές . Καρδιά μου .

ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ( ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ...)


Εκεί στην άκρα της ρωγμής , στο τίποτα , στο κάτι , θανε καλπάσω φλόγα μου με τ’ άλικό σου άτι.

Κι ανε χαθείς κι ανε χαθώ σε βρίσκω στο χαμό σου, ένα ψιθύρισμα φωτιά , ανάσα στο λαιμό σου.

Και ύστερα το τίποτα και ύστερα το ‘’όλα’’, τ’ άλικο αναδύεται στου γαλανού τη κόλα.

‘Ένα λευκό ωσάν το φως , σκληρό και χάδι αντάμα , ειν’ αητός που χάθηκε , ειν’ αμαζόνας τάμα.

Είναι τσιγγάνα θάλασσα που λικνιστά χορεύει , κύμα που φεύγει κι έρχεται κι ερωτικά αγριεύει .

Στερέωσε τη φούστα της μ’ αστέρια στις λαγόνες , η νύχτα και γελά κρυφά , σαρκάζει τους τυφώνες .

 

Δε μ’ άγγιξες , δε σ’ άγγιξα , μα είμαστε δυό φλόγες , που στροβιλίζονταν κρυφά στης σιωπής τις ρόγες.

Έσκυψες και ανάσανες στην άκρα του λαιμού μου, χωρίς μιλιά , μόνο φωτιά , ρωγμή του λογισμού μου.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

ΑΛΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ Σ' ΕΝΑ ΑΓΡΑΦΟ ΠΟΙΗΜΑ


Κλεμμένος πόθος της νύχτας το χάρισμα της αυγής . Ενας αστερισμός γεμάτος κρίνα του πρωινού , σάνταλα στα πόδια μιάς νεράιδας.

Η πεθυμιά ,φλογισμένη ανάσα του Νότου στο λαιμό γελαστής Ωκεανίδας .

Κόρη του πελάγους , κόρη των κυμάτων , της ηδονής της κλεμμένης από την αναδυομένη θεά των Εραστών .

Το ατέρμονο γαλάζιο , βραχιόλι στο χέρι μιάς απεγνωσμένης έκστασης που  σαρκάζει το εφήμερο.

Όταν οι σκιές χαθούν στο σκοτάδι θα ‘ ρθω να σε βρώ – άγγιγμα ενός άγραφου ποιήματος στο  νου του ποιητή του .

Αλικο βλέμμα τ’ ουρανού στο ροδαυγές του ονείρου που δεν έχει πλέον λόγο να υπάρχει . Αφού έγινε πραγμάτωση στα φτερά ενός έκπτωτου ‘Αγγελου.

Το φεγγάρι πίνει το νερό από το χαμένο φρέαρ , λαίμαργα . Κι αυτό χύνεται σαν ανάσα στο διάφανο στέρνο του.

‘Ένα βλέμμα που κοιτά μέσα από το βρεγμένο διάφανο , την απεραντοσύνη . Δροσιά των φλογισμένων Εραστών του ατέρμονου .

Αλικο βλέμμα σ’ ένα άγραφο ποιήμα .

ΤΟ ΕΑΡ Τ' ΟΥΡΑΝΟΥ


Σύννεφο –σταγόνα ιδρώτα μιάς νεράιδας στο άγγιγμα του Εραστή – αστερισμού .Ενα καυτό μέταλλο σημαδεύει τους λαβυρίνθους  .

Αβάσταχτο γαλάζιο , σα καπνός σέρτικου τσιγάρου πάνω στα στήθη μιάς τσιγγάνας νύχτας. Που ταξιδεύει διαρκώς στην απουσία. Με μια αγάπη για τόπο της , ηδονή πάνω στα δίδυμα φεγγάρια μιάς πλανεύτρας σκέψης .

Πολιτεία αφημένη στο παθιασμένο χάδι του Αυγούστου .

Μια άβυσσος επιθυμία , χάνεται στη φούχτα του άπειρου σαν σε πολύπειρο άγγιγμα .

Στάχτη που σκορπίζεται χωρίς τύψη πάνω στα κρυφά τείχη του πόθου .

Μια ομορφιά , επικίνδυνη δύνη  και το σώμα ναυαγός στο θάνατό της .

Και ύστερα ένας ήχος σαν από παιδικό παιχνίδι , που νανουρίζει τη σκέψη και τη καθαρίζει – νερό από το έαρ τ’ ουρανού .

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ ( ΑΥΓΗ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ )


Το πανσέληνο θράσος σκότωσε όλα τ’ αστέρια – ευχές , Και ύστερα ήρθε η σκοτεινή θεά και έκρυψε στην αγκάλη της όλα τα ‘’θέλω’’ , ανασταίνοντάς τα .

Νύχτα , των έκπτωτων θεών και των ειλικρινών ηδονών .

Σε σένα προσεύχομαι βέβηλη σκέψη . Αιρετική ηδονή που σε χλευάζουν οι ανέραστοι .

Το άπειρο και η άβυσσος είναι σκοτεινά όπως και ο ‘Ερωντας . Το αδυσώπητο φως ,σκοτεινό κι αυτό αν το κοιτάξεις κατάματα.

Πίνω το ρόδι χιλιάδων σκέψεων και ο χυμός του λεκιάζει το λευκό της απουσίας .

Μεθώ από το άρωμα των κρίνων. Νύχτα , ελευθερώνεις όλα τ’ αρώματα . Νύχτα απομυθοποιείς όλα τα φανταχτερά φτερά των παγωνιών και τον υπεροπτικό θόρυβο που κάνουν οι άδειες φορεσιές του κουστουμαρισμένου ‘’δήθεν’’. Νύχτα της σιωπής , καθρέφτη του γυμνού εαυτού που ξεντύθηκε τα ‘’πρέπει’’ του γιατι δεν μπορεί να ξεγελάσει το ‘’είναι’’ του , καθώς έμεινε χωρίς το ‘’φωτεινό’’ του ακροατήριο.

Το βέβηλο φως πλάγιασε μαζί σου χίλια δειλινά χίλιες αυγές .

Σε σκότωσε και το σκότωσες σ’ ένα ατέρμονο κύκλο παθιασμένου ‘Ερωντα.

Σκοτώνεις κάτι από σένα όταν ερωτεύεσαι . Για να γίνει χάρισμα , κέρασμα στον αδηφάγο πόθο .

Νύχτα δεν με ξεγελάς . Εγώ και ‘συ είμαστε αδέρφια , γέννα ενός θυμού που κρατά ξυπνητή τη πληγή του ‘Αδη . Ψιθυρίζει η Αυγή.

 

ΕΡΩΝΤΑΣ


Στο τέλος της ανάσας ένας μικρός θάνατος . Ανασαίνω την ανάσα του αταίριαστου . Και πεθαίνω μαζί του . Ξένη πεθυμιά μα τόσο δική μου .

Ακροβατεί το κύμα σε μια ερημική έκσταση .

Ψυχή μου , που νυχτοπερπατείς ;

Αναζητά το φως το σκοτάδι . Κι αυτό έρχεται και τ’ αγκαλιάζει . Σ’ ένα σκοτεινό αγκάλιασμα γεμάτο φως .

Το δόρυ της σκέψης σκοτώνει την ατέρμονη σιωπή . Μα αυτή ανασταίνεται μέσα από το ψιθύρισμα των βλεμμάτων των Εραστών ενός απεγνωσμένου ανεκπλήρωτου .

Ο ουρανός κοιτά κατάματα τη θάλασσα και χάνονται κι οι δυό στην απεραντοσύνη .

Όλος ο νούς μια γαλάζια ανάσα. Αύρα που δροσίζει το ιδρωμένο μέτωπο της σκέψης.

Και ύστερα , ένα γέλιο παράνομο , σπάει τη καθεστηκυία σιωπή .

Λιωμένο μέταλλο – πετροχελίδονο , ο πόθος , φτερουγίζει πάνω στο ηφαίστειο της ψυχής , χωρίς να καψαλίζει τα φτερά του . Χαίρεται να καίει καθετί που έγινε συνήθεια . Είναι φωτιά που καίει όλα τα χορταριασμένα ‘’πρέπει’’. Είναι φωτιά που καίει τον εαυτό της όταν δεν έχει τίποτε άλλο για να κάψει .

Μια παράταιρη μελωδία που δεν ταιριάζει σε ψεύτικες εικόνες . Ένα κλαδί ξερό που εύχεται να καεί κι αυτό και να σκορπίσει στον άνεμο.

Χαμένος αετός – στάχτη που γίνεται ένα με τα ψαρά γένια – σύννεφα τ’ ουρανού.

Τι θέλεις επιτέλους ψυχή ; ρωτά ο νους .

Η καρδιά , ιδρωμένη Αυγή απ’ τον Ερωντα ενός Πάνα- καλοκαιριού , κοιμάται με την αγκαλιά ανοιχτή στον πόθο.

Το ταξίδι είναι χωρίς Ιθάκες. Δεν χρειάζονται Ιθάκες όταν έχεις μαζί σου ότι αγαπάς .

Δεν χρειάζεται γυρισμός . Είναι όλα μια συνεχής αναχώρηση . Ένα ατέρμονο ξεκίνημα .

Ένα αθάνατο φως που σμίγει με το αιώνιο σκοτάδι σε ένα άπειρο ζευγάρωμα , πέρα από συμβάσεις .        Πέρα από τις ερήμους και τις οάσεις .Ενα διαρκές ταξίδι χωρίς Ιθάκες .

Μια Τροία . Η αιώνια μάχη για μια κλεμμένη αγάπη.

 

ΔΙΑΦΑΝΑ ΘΡΥΨΑΛΑ ΣΙΩΠΗΣ


Κάθε  αγάπη έχει τη γεύση της . Διαφορετική, ακόμα και αν προέρχεται από τα ίδια υλικά . Ο συνδυασμός έχει σημασία .Αυτός θα δώσει την τελική εικόνα του Ερωντα. Ξεχωριστή για κάθε αναδυομένη θεά από τις αβύσσους της ηδονής.

Μοναχικός καθρέφτης , διάφανος , η σιωπή .Ο Δράκος της ψυχής ξυπνά και τον σπάει . Και κάθε θρύψαλό του , μια εικόνα , μια αθιβολή . Χιλιάδες θύμησες , θρύψαλα του χτες . Χορεύει ξυπόλητη η νεράιδα πάνω του και γελά , λιώνοντάς τα ακόμα περισσότερο .

Το τώρα είναι εδώ . Πάνω στα ματωμένα πέλματα του χτες , πάνω στη χίμαιρα του αύριο.

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

ΜΕΘΥΣΜΕΝΗ ΕΥΧΗ


Μαγδαληνή της Ιεριχούς και της Βαβυλώνας η σκέψη , κοιμήθηκε με  όλα τα όνειρα και τα’ κανε νύχτα βαθιά και σκοτεινή . Υστερα ο Υπνος μεγαλοπιάστηκε και νόμιζε πως αφού δεν είχε όνειρα , ήταν ο ίδιος ο Άδης .

Η κάφτρα του τσιγάρου σιγοκαίει σα μεθυσμένη ευχή.

Στην άκρα του Αρχιπελάγους , πάνω σε έναν  βράχο , γυμνό από πόνους , τα ξωτικά της σιωπής έφτιαξαν μια καρδιά- φάρο ακοίμητο. Αυτός δε γνώριζε τον Υπνο , δε γνώριζε τα όνειρα. Ηταν ένας χα’ι΄νης φάρος. Πάντα του άρεσε να ψιθυρίζει στο νου , πως μόνο οι κοιμισμένοι έχουν όνειρα. Οι χα’ί’νιδες είναι πάντα ξυπνητοί, ακόμα κι όταν κοιμούνται με σκέψεις Μαγδαληνές , φτιασιδωμένες από το θέατρο σκιών της καθημερινότητας . Ο Αδης τους φοβάται.

Στο άδειο δωμάτιο της σιωπής ακούγονται τα ερωτικά καλέσματα του θεριού της ψυχής .      Ενας θεός χορεύει μέσα σε ένα ποτήρι- ωκεανό , σκοτώνοντας τις αθιβολιές . Αθιβολιά κι ίδιος , πεθαίνει για να αναστηθεί σαν αλήθεια . Σαν τον ατέρμονο κύκλο της Ανοιξης. Ζευγαρώνει με τη σκέψη –Μαγδαληνη και χάνεται μέσα στα φτιασίδια της.

Είναι ένα αδίσταχτο καλοκαίρι.Κι ο θερισμός πρέπει να γίνει μέσα στο φλογισμένο καμίνι του. Πάντα ο θερισμός γίνεται όταν η αδυσώπητη φλόγα , καίει τα κορμιά και λιώνει τα φτιασίδια.

Πρέπει να είσαι γυμνός στο μέρος της καρδιάς για να θερίσεις . Ανέγγιχτος κι ερωτικός , θεός και δαίμονας .

Ακοίμητος Ακρίτας , πάνω σε ξεχασμένες , απ ‘ τους πολλούς , πολεμίστρες .

Δεν μπορείς να γίνεις κάτι που δεν είσαι.

        Σειρήνα και Κίρκη , αντηχεί μέσα στη νύχτα , το εφήμερο.

Τι σημασία έχει ;

Γυμνός Μαραθωνοδρόμος , θερίζει τα χιλιόμετρα της σιωπής , μέσα σε ένα αδίστακτο καλοκαίρι. Και γεννά τα παιδιά της ψυχής.

Εκεί που τελειώνει το όνειρο , πεθαίνει ο Υπνος , γιατί έχασε την ανάσα του. Τότε είναι που γίνεται η ψυχή μια μεθυσμένη θεά που ζευγαρώνει με τους θνητούς πόθους , για να φτιάξει αθάνατες Αλήθειες , κόρες και γιούς μιάς κυκλοθυμικής Ανοιξης.

Αενάως ερωτευμένης . Αενάως επαναστατημένης . Αενάως σε μιαν έκρηξη. Που καίγεται σα τη κάφτρα του τσιγάρου για να χαρίσει τον πόθο για το τώρα. Μια φλογισμένη εισπνοή , καθώς αναδύεσαι από τις αβύσσους .

Σα την Αλήθεια μιας μεθυσμένης ευχής.

 

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Η ΑΝΑΣΑ ΠΟΥ ΔΕ ΣΒΥΝΕΙ ΤΗ ΦΛΟΓΑ...


Όταν είσαι μέσα στη φωτιά γίνε φλόγα , όχι στάχτη . Όταν είσαι μέσα στη μάχη γίνε βέλος . Όταν είσαι μέσα στη καταιγίδα γίνε κεραυνός. Όταν πέφτεις σα βροχή , γίνε ανθός του πρωινού , όχι λάσπη. Όταν είσαι πληγή γίνε το αίμα που τη θεραπεύει , όχι το πύον που τη συντηρεί. Όταν είσαι αθιβολιά γίνε το χάδι του ονείρου που σκοτώνει τη λήθη .Οταν είσαι λογική γίνε το όριο του απέραντου.

Άνοιξε πλατιά φτερά σαν άλμπατρος πάνω από τα κύματα κι ελευθερώσου.

Όταν είσαι σκέψη γίνε η λύση. Όταν είσαι αγάπη γίνε υπομονή στην έκρηξη του άλλου μισού.

Όταν είσαι άγνωστο , μη φοβηθείς . Πήγαινε και γίνε ότι είσαι στ’ αλήθεια.

Κρυφό γέλιο πάνω στα μαλλιά του αγγουροξυπνημένου Έρωντα γίνε, όταν η άκρα του γκρεμού σου μάθει το πέταγμα.

Αλήθεια , νιώθεις ασφαλής ? Ε, λοιπόν να νιώθεις ασφαλής , όταν αφήσεις επιτέλους τη ψυχή να σου μιλήσει και ‘ συ να την ακούσεις προσεχτικά και σιωπηλά.

Και μετά μίλα της με την αλήθεια σου . Γίνε η ψυχή σου . Γίνε το άρωμα από ένα νυχτολούλουδο .

Όταν είσαι στην έρημο γίνε το γιασεμί της ερήμου που ανθίζει στις εσχατιές του αρχιπελάγους της σκέψης .

Πέρα από τα όρια πήγαινε και ελευθερώσου . Γνώρισε τις νέες προοπτικές και θα φτιάξεις ανάδελφες πρότυπες εικόνες που όμοιές τους δε θα βρεί κανείς πουθενά.

Όταν είσαι σιωπή γίνε το ψιθύρισμα των θεών στο θρόισμα των ηλιαχτίδων . Η ανάσα που δυναμώνει τη φλόγα…

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Ο ΘΥΜΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ...




Γιάντα χτυπάτε τύμπανα τσ’ αθιβολιάς στο νου μου , θαρρείτε πως εξέχασα τα μυστικά του Αδη .

Ειν’ οι καιροί του Δαίδαλου παλιοί κι ας είν’ καινούργιοι κι ακροβατούν οι άνεμοι εις της καρδιάς τις θύρες.

Ηντα τη θέλεις την αυγή σκοτάδι σα δε ξέρεις κι αν δε θωρείς τ’ αόρατα στου δειλινού το δάκρυ .

Παλιά τραγούδια π’ ιστορούν ,παλιών πληγών τις μάχες , δεν είναι για να τραγουδάς σ’ ενός γλεντιού το δρόμο . Μον’ ειν’ για να’χεις λάβαρο σα γίνεις καταιγίδα.

Δεν ειν’ κρασί να πίνεις το , ύπνος για να ξεχνιέσαι , μον’ ειν’ νερό απ’ της Στυγός τ’ αθάνατα πηγάδια. Και όποιος πίνει απ’ αυτό όρκο βαρύ φοράει , της σκέψης τσ’ επανάστασης τα μαύρα τα στιβάνια. Που οδηγούν τα ζάλα του στ’ Αυγερινού το αίμα , εκεί απου ‘ ναι δίδυμα του νου τα ουράνια τόξα.

‘Αφοβα αναδύονται απ’ της Στυγός τους όρκους , π’ αν τους πατήσεις , οι θεοί , σε διώχνουν στα σκοτάδια . Και είν ‘ οι στράτες μοναχές απ’ τα δικά σου ζάλα , επίορκος ωσάν γενείς , στη λήθη σα θα πέσεις .

Δε θα θυμάσαι τ’ όνειρα κι αυτά δε θα σε θέλουν , σαν αρνηθείς τσ’ αλήθειας τους κι αυτά δε λησμονάνε .

Και μόνο σα θα θυμηθείς ήντα θα πει αγρίμι , θε να σου δώσουνε ξανά νέκταρ και αμβροσία .

Θα σε καλέσουν οι θεοί αντάμα τους να κάτσεις και θα γυαλίζουν οι αυγές τα μαύρα σου στιβάνια. Απου οδηγούν τα ζάλα σου στης μάχης το μετόχι , εκεί που όνειρα παλιά εσένα περιμένουν .

Μη φοβηθείς ν’ ακροβατείς , πέτα όπως σου πρέπει.

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

ΜΑ 'ΓΩ ΙΘΑΚΕΣ ΔΕ ΖΗΤΩ...(ΦΩΣ..)


Μα ‘ γω Ιθάκες δε ζητώ , αιώνια ταξιδεύω , ο δρόμος είναι η ψυχή που κάθε αυγή γυρεύω.

Ο δρόμος δεν είναι φευγιό , δεν είν’ παρά φροντίδα , για να κρατάς ότι αγαπάς , στου ήλιου την ακτίδα.

Γιατί ? ρωτούν οι ασκιανοί μα απάντηση δε δίνω , το φως τους γέννησε κι αυτούς , δε ξέρουν δε τους κρίνω.

Οντ’ αγαπάς είσαι αυγή  , νύχτιά και φως που τρέχει κι αν κάποτε είχε μιαν αρχή , τέλος , θωρρείς , δεν έχει.

Αιώνιος ταξιδευτής , στο βλέμμα λέει αλήθεια κι ανέ το χάσεις ψάξε το στου νού τα παραμύθια .

Οι μύθοι είν’ αληθινοί , στο λένε , στο φωνάζουν , αυτό που είναι σταθερό κι αν οι καιροί αλλάζουν.

Γίνε και ‘συ ωσάν το φως σύμπαντος που γεννιέται , φεγγάρια κι αν επέρασαν απ’ Αδη δε νικιέται.

‘Κειός π’ αγαπά γίνεται φως και ασκιανός και σκότος , στο πόνο του άλλου θα πονά , θα τον φροντίζει πρώτος.

Είν’ το ταξίδι μακρινό τσ’ αγάπης οντ’ αρχίζει , πολεμιστής , αν και θνητός , τη μάχη συνεχίζει .

Γι ‘ αυτό Ιθάκες δε ζητώ , γιατί μαζί μου έχω , ότι αγαπώ και γίνομαι φως που αιώνια τρέχω.