Έσκισα την Αυγή
μ’ έναν κεραυνό. Έσκισα το δείλι μ’ έναν κεραυνό . Ο μέλανας χιτώνας της νύχτας
, τυλίγει ως όφις τον παράταιρο ήχο . Σε σκοτώνω . Εσένα που άγγιξες την σιωπή ,
ψεύτη πόθε του Άδη .
Μετά κλείνουν
οι πύλες . Μετά σπάω τις πύλες που τόλμησαν να κλείσουν .
Άλικο στο γαλάζιο
. Άλικο στο βλέμμα . Άλικη κραυγή .
Το ταξίδι δεν
περιμένει . Άλμα στον Άνεμο .
Έπειτα μια θάλασσα
γεμάτη από την θεά.
Μια σταγόνα αίμα
πάνω στο γκρίζο . Ξύπνησε ο λύκος και βρουχάται . Κι είναι όλα καθαρά πάλι . Όπως
μετά την βροχή . Μοσχοβολάνε όλα το δάκρυ των νεφών .
Κι η ξαστεριά
παίρνει την εκδίκησή της . Και αναδύεται αγέρωχη , ξυπνώντας τον Πάνα .
Μια τραγοπόδαρη
αιωνιότητα κυνηγά τις νεράιδες . Κι αυτές αρπάζουν τις εσχατιές των ερήμων και τις
κάνουν Έρωντα .
Στη συνουσία
τους με τους κεραυνούς σκοτώνουν το θνητό και γεννούν το ατέρμονο.
Μη ρωτάς ποτέ
τα μυστικά των βράχων . Έχουν πάρει όρκο σιωπής . Το κύμα ρώτα μόνο . Που τα σκοτώνει
με το χάδι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου