Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΠΕΙΡΑΤΙΚΗ ΜΕΛΩΔΙΑ

ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΠΕΙΡΑΤΙΚΗ ΜΕΛΩΔΙΑ

Ο πόνος σβύνει. Με το νοιάξιμο για τον πονο του άλλου και τις δικές του πληγές. Απο τις δικές του ατέρμονες μάχες. Στο δυσβατο δρόμο της δικής του φωτιάς. Ενα λυκόφως – μεθυσμένο τραγούδι. Που μιλά για μακρινές Πρωτομαγιές μέσα στο θάνατο του φθινοπώρου. Ισως οι φωνές που περιμένεις να έχουν χαθεί, σε μιά ομιχλώδη ηχώ. Καθώς η μέρα πέρνει την τελευταία ανάσα της. Καθώς το σκοτάδι αναδύεται απο τα τρίσβαθα της αθιβολής σου. Και ύστερα, μιά τσιγγάνα λύπη, που όλο περιπλανιέταιμέσα στη πάχνη της ψυχής σου, ανασηκώνει τη ποδιά της. Και τη γεμίζει με καρύδια, μέλι και κανέλα. Σε ξεχασμένες μυρωδιές, χρόνων μακρινών. Που περπατάς ολημερίς, να τους φτάσεις. Για να νοιώσεις ξανά. Τις αγκαλιές που χάθηκαν στην πάχνη. Και 'συ, δίχως πανωφόρι, να ξεπαγιάζεις στη σιωπή. Ισως μετά, οταν γυρίσουν οι καιροί και ξεχαστούν οι χρόνοι, να σταματήσει να τρίζει το βήμα σου. Καθώς το βλέμμα σου κοιτά μέσα απο το πειρατικό σου μάτι. Που βλέπει οτι φαντάζεται. Που σε ταξιδεύει. Μα εσυ, θέλεις να πάρεις τις αποστάσεις σου απο τη τσιγγάνα αθιβολή. Μα αυτή επανέρχεται. Σα μουσική σε παλιό γραμόφωνο, που κόλησε η βελόνα και επαναλαμβάνει τη μελωδία, σχεδόν επιταχτικά. Αυτή τη πειρατική μελωδία. Με ένα θιαμπόλι, να σε αρπάζει απο το σπήλιο που είχες βρει καταφύγιο. Μιά μέρα που είχε θύελλα. Για να γλύψεις τις πληγές σου. Λύκος βρεγμένος ο καιρός σου. Και ύστερα απο το μετά του πόνου σου, η σιωπή του ψιχαλίσματος. Να καλύπτει τη σκέψη σου. Ενα αμφίβολο άγγιγμα. Περαστικό αδιάκριτο βλέμμα, που σε ξαφνιάζει η ζεσστασιά του. Τότε που άνοιξε η καρδιά, ηταν η σιωπ΄αιτία. Και είδες τις διπλανές σου πληγές. Μέσα απο την ομίχλη σου. Και άρχισες το ψιθύρισμα. Μια παλιά πειρατική μελωδία. Βότανο- νανούρισμα του διπλανού σου πόνου. Άκουσες τότε ανάσα μικρή. Που σε ευγνωμονούσε. Για το περαστικό σου άγγιγμα. Στο πόνο τον ξένο. Που ήταν και δικός σου πόνος. Όταν γυρίζεις, είναι, πάντα , όλα εκεί.

ΚΑΘΑΡΣΗ

ΚΑΘΑΡΣΗ

Ο Έρωντας που ξαγρυπνά. Πάνω απο τις σκιές του. Καθώς η νύχτα κάπνισε και τονντελευταίο τσιγάρο της. Και τώρα είναι χαμένη. Μέσα σε περασμένους καπνούς. Μέσα σε περασμένες ομίχλες. Καθώς οι ρυθμοί αυτοσχεδιάζουν. Στης σιωπής τα δώματα. Τα όνειρα είναι ακριβά όταν ξαγρυπνάς. Και τ' αγνοείς. Προτειμόντας τις βακχικές ηδονές μια΄ς αδιαμβησβήτητης αλήθειας. Που είναι ντυμένη με το απέριττο των πληγών σου. Των χαμένων στη πάχνη. Μέσα στο αχνοφέγγισμα. Μέσα σ' ενα εφήμερο άγγιγμα. Καθώς οι καιροί γυρνούν γυμνοί και κυνικά μεταμφιεσμένοι. Με το γέλιο του αρχαίου υποκριτή, που είναι φτιασιδωμένος με τα αρχέγονα πάθη. Που θες να τα ξέρεις μόνο ως θέμα του ''επίσταμαι''. Μα η σιωπή είναι εκεί. Πιο πολύβουη απο ποτέ. Μοναδικός συντροφος, μαζί με τις σκιές. Που φτιάχνει ο καπνός του τσιγάρου σου πάνω στο λευκό. Της απουσίας. Κραυγή το πορφυρό μέσα στο εκκωφαντικό γαλάζιο. Μεταμφιεσμένη γαλήνη. Ακίνητα κύμματα. Και 'συ, μοναχικό κα'ί'κι. Που το πήραν χίλιοι άνεμοι. Χίλιες σκέψεις. Και χίλιοι ασκιανοί. Και ο ρυθμός έγινε πιο γρήγορος τώρα. Ο Μύστης ανακοινώνει την έλευση των καιρών. Του σκοταδιού. Και της μεθυσμένης επανάστασης. Που προτειμά να χάνεται στις αγκαλιές τις δάφνινες απο φθαρμένα λούσα. Ο πρωταγωνιστής εμφανίζεται πάντα τελευταίος. Αμέσως μετά την κάθαρση. Και υποκλίνεται. Αλλά δεν βγάζει τα φτιασίδια του. Για να μη φανεί η προαιώνια κραυγή, που λούζεται στην αληθινή αλμύρα των πληγών του. Προέχει η παράσταση στο θέατρο των σκιών σου. Τα φτιασίδια πέρνουν πάντα το πιο θερμό χειροκρότημα. Και ύστερα κλείνουν τα φώτα. Και σβύνουν οι δαυλοί. Και απομένει το αχνοφέγγισμα. Στάχτη που πέφτει ανέμελα, απο το μισοσβυσμένο τσιγάρο της σιωπής σου. Μιλάμε για το εφήμερο και υπάρχει το πάντα. Ταξιδιάρικες φωνές σε νυσταγμένους σταθμούς. Μεταμεσονύχτιες διαδρομές χαμένες στην αγρύπνια. Οι πεθαμένοι θεοί θρηνούν. Πάνω στα συντρίμια βεβηλωμένων βωμών. Κι είναι ο Έρωντας πάλι που επανέρχεται. Μέσα απο τις καμένες σκιές σου. Τις καμένες αθιβολές σου. Κι είναι, το ελαφρως ειρωνικό του μειδίαμα, το νάμα. Που το πίνεις μιά κι έξω. Για να ξεχάσεις. Για να νοιώσεις καθαρός. Μετά την κορύφωση επέρχεται η λήση. Με το σπαθί του αρχάγγελου. Που, σκοτεινός, ανοίγει τα φτερά του. Κι η Αιωνία, είναι η ηδονή του εφήμερου. Το κατανοείς. Οταν επέρχεται η συνειδητοποίηση οτι πορεύεσαι γυμνός, μέσα στην άπειρη πάχνη της αυγής. Αρχαίος δραματουργός που προβληματίζεται. Οταν γίνεται η έκρηξη, ανοίγουν όλοι οι δρόμοι. Δαιδαλώδεις και οφιοειδείς. Δέχτηκες επιτέλους τη σιωπή. Σα παλιό ραδιοφωνάκι. Του μεσοπολέμου. Να παίζει μονάχο, ρυθμούς γρήγορους και νωχελικούς, μέσα σ' ενα αδειο δωμάτιο. Απο φυσικές παρουσίες. Μα γεμάτο απο τις αθιβολές του λυκόφωτος. Γυμνή γαλήνη. Ο κορυφαίος του χορού υποκλίνεται. Αυλαία. Τελευταία αυλαία. Κάθαρση.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

ΣΤΑ ΘΡΥΨΑΛΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΦΩΤΟΣ

ΣΤΑ ΘΡΥΨΑΛΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΦΩΤΟΣ

Μεθυσμένη σιωπή. Που γλεντά. Με τα θρύψαλα του λυκόφωτος. Που έσπασε. Πάνω στο φευγιό των Ερώντων σε τόπους μακρινούς. Και μαγεμένους. Στις όχθες της Αιωνίας. Και στο σαρδώνειο μειδίαμά της. Καθώς την προ'υ'παντούν καβαλάρισσες, οι εναιωρήσεις των καιρών. Καθώς ακροβατούν μεταξυ των ειοθότων τεκτενομένων. Και της ματωμένης αλμύρας απ' τ' άστρη σου. Εκείνα. Που τα άφησε να σου μιλούν η υπεροψία της φθινοπωρινής καταιγίδας. Καθώς ειρωνικά αποχαιρετούσε τη μικρή άβυσσό σου. Καθώς , όπως φαίνεται το απέραντο των ερήμων σου, πέρασε στη Λήθη. Δυό συνεφιασμένοι ουρανοί στο πρόσωπό σου. Φλύαρη κενότητα, σχεδόν στα όρια Αριστοφανικού σαρκασμού, το εσωτερικό σου ψιθύρισμα. Σε επιπλήττει. Καθώς πλήττει απο το γκρίζο. Ποθώντας τη μυρωδιά, γης βρεγμένης. Δεν ξέρεις τι να ευχηθείς. Είσαι ολόκληρος χαμένος μέσα στη προαιώνια ευχή. Βραχνή αοιδός, παλιά ρεμπέτισσα, η ψυχή. Και το τραγούδι της , παράταιρο με τους παρόντες καιρούς και χρόνους. Μα αυτή κρύβει καλά τα μυστικά της. Πίσω απο μεθυσμένους καπνούς και σκοτεινές καθαρτήριες αλμύρες. Που την ξεπλένουν. Καθώς κάθε μέρα είναι γι' αυτήν ενα καινούργιο βάπτισμα του πυρός. Στη μεθυσμένη φλόγα της, χορεύουν το ζε'ι'μπέκικο της Σαλώμης. Που σου άφησε τα πέπλα της για ενθύμιο. Μέσα σε μια ασπρόμαυρη, ξεθωριασμένη φωτογραφία. Που καθρεφτίζεται στη πηγή και στη πληγή των αθιβολών σου. Και 'συ, άγρυπνη συντρόφισσα της νύχτας, σε ψαλμωδίες ξεχασμένων ασκητών, χαμένη είσαι. Που ασκούνται στις σκήτες των περασμένων ερήμων σου. Που, καλα θα έκανες να τις αναστοράσαι που και που. Και μιά σιωπή που ανάβει τσιγάρο να ξορκίσει το στάσιμο. Ν' αρχίσει πάλι να ρέει, γάργαρο το νερό της γαλήνης. Και να σιγοτραγουδά τις κρυσταλένιες ευχές σου. Αυτές που ξεχάστηκαν στην πάχνη των καιρών. Μα που τη θύμησή τους,
μπορείς να τη βρεις στους μυστικούς ελαιώνες της αλήθειας σου. Αυτή που σου ψιθυρίζει η νύχτα. Η αδερφή σου. Η μόνη που βλέπει τα όνειρά σου γυμνά. Κάτω απο τους ασκιανούς σου. Στο φως απ' τ' άστρη της. Καπνισμένη εικόνα. Ζωγραφισμένη πάνω σ' ενα κλεμένο όστρακο. Που κανονικά, θα περίμενε κανείς, να είναι γραμμένο το όνομά σου. Αυτό, που θα σήμαινε τον εξοστρακισμό απο τα αρχαία ειοθότα σου. Κάποιος να σταματήσει τους καιρούς ν' ακουστεί η σκέψη. Να μνημονεύει τις αθιβολές της Αιωνίας. Το ταξίδι συνεχίζεται. Αενάως. Υπάρχουν πολλά πέλαγα άγνωστα. Που εύχεσαι να παραμείνουν άγνωστα. Για να' χεις μιά πρόφαση να ταξιδεύεις. Ανάμεσα στο λυκόφως και στο λυκαυγές. Ως ο αειθαλής Έρωντας. Της ψυχής. Και των ερήμων της.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

ΑΥΡΑ ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΗ

ΑΥΡΑ ΑΚΑΤΕΡΓΑΣΤΗ

Αύρα ακατέργαστη. Θρο'ί'ζει το τώρα. Ανελειπώς χα'ι'δεύοντας τη στιγμή. Και την απεραντοσύνη της. Ασκιανοί που ακροβατούν στη σκέψη. Που βαρέθηκε την, αενάως, παλινδρομική κίνηση των ειωθότων. Και μιά χα'ι'νισσα πιθανότητα ξάφνου εμφανίζεται. Στήνοντας καρτέρι. Γινόμενη, η εναλλαγή του απροσδόκιτου. Που άναψε όλα τα ιαματικά βότανά της. Πάνω στις βαθιές χαρακιές , που μεταμορφώθηκαν σε βαθιά χαράκια. Σε ριζιμιά. Όπου βρίσκουν απάγγιο τα περιπλανόμενα συναισθήματα. Η αιώνια συνουσία της Ανοιξης με την άγγουρη σκέψη. Που δε λέει να ενηλικιωθεί. Παρ' όλες τις ιεροτελεστίες των νέων μαχητών. Που πάλιοσαν προσπαθόντας. Να φτάσουν πέρα απο τις εσχατιές της θύμησης. Εκεί που η σκέψη δεν ίπταται ως κώνωπας πάνω σε στάσιμα ύδατα. Εκεί που υπάρχει η φρεσκάδα της ροής. Και η αλόη που θα θεραπεύσει τις πληγές, παλιού, καταματωμένου ονείρου. Ως αυγή στα πέρατα των μυστικών οριζόντων. Με αρώματα ξεχασμένα. Απο αρισμαρί και θυμάρι. Κι ο νους, μέλισσα, που αναζητά το νέκταρ τους. Η αναζήτηση γεννά δημιουργία. Στα πέρατα, αχνοφέγγει πάντα η Κρινοδάκτηλη. Απο
πολύ μακριά έρχεται το φως. Αποπολύ μακριά έρχονται οι πληγές σου. Ένα κοντινό μακριά. Που λες και μόλις χτές έγινε. Επειδή είναι ζωντανό ακόμα, μέσα στη θύμηση. Μέσα στην αμαζώνα Άνοιξη. Η επίτευξη της ευχής, δεν αποτελεί τη κορύφωση. Αλλά την έναρξη μιάς καινούργιας πεθυμιάς. Κρυστάλλινο νερό απο το δροσερό ρυάκι που το δοκίμασες. Και εύχεσαι να μην ξεδιψάσεις ποτέ. Για να νιώθεις συνέχεια τη δροσιά του στη φλεγόμενη ψυχή σου. Ακατέργαστη ομορφιά. Ειλικρινής ομορφιά. Ενα συναίσθημα που ξεγλυστρά του νου. Κι αυτός δεν μπορεί να το προσδιορίσει. Να το οριοθετήσει. Ως ο νους πάντα συνηθίζει. Και η καρδιά΄ερχεται πάντα για να θρυματίσει κάθε όριο. Και κάθε ορισμό. Η καρδιά προτειμά το ειλικρινές ακατέργαστο. Ως ακατέργαστη αύρα. Που αενάως τη δροσίζει.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΒΡΗΤΕ ΤΟ ΝΕΟ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ

το καινουργιο μου βιβλιο ΤΟ ΑΛΙΚΟ ΜΠΛΕ . ΟΡΣΑ ΔΡΕΤΑΚΗ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Κυκλοφορει στα παρακατω βιβλιοπωλεια:
ΑΘΗΝΑ : ΙΑΝΟΣ, ΠΟΛΙΤΕΙΑ,ΛΕΜΟΝΙ (ΗΡΑΚΛΕΙΔΩΝ22 ΘΗΣΕΙΟ) ΝΑΥΤΙΛΟΣ,ΠΡΩΤΟΠΟΡΕΙΑ, ΕΠΙ ΛΕΞΗ(ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ 90 ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ), ΠΛΕΙΑΔΕΣ (ΣΠ. ΜΕΡΚΟΥΡΗ ΠΑΓΚΡΑΤΙ), ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (ΧΑΛΑΝΔΡΙ) ΠΑΡ ΗΜΙΝ(ΧΑΡ. ΤΡΙΚΟΥΠΗ 11Α)
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. : ΙΑΝΟΣ
ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΛΛΑΔΑ : ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΟ ΖΗΤΗΣΕΤΕ ΑΠΟ ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟ ΕΧΕΤΕ ΣΕ 2-3 ΜΕΡΕΣ. ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. ΟΡΣΑ ΔΡΕΤΑΚΗ.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Ενα τοσο δα φως. Ο καπνός βοτάνου μυστικού τρεμοπαίζει. Μέσα στη κρυφή του λάμψη. Και γύρω, το απέραντο σκοτάδι. Η θαλπωρή της σιωπής. Μακρινό ρόδο. Ζεστασιά που χάνεται στη πάχνη. Κάποτε ηταν ενα αγγιγμα. Που τώρα ακροβατεί στην απουσία. Κάποτε ηταν ενα βλέμμα. Που τώρα περιπλανάται σε πελάγη ξένα. Και σε παράταιρες κραυγές. Ανεπιθήμητων σκέψεων. Κι η σιωπή, ενας Έρωντας ταξιδιάρης. Που ανακουφιζει το νου. Εικόνες οικείες. Το μακρινό μειδίαμα της απουσίας. Κόκκινο μέσα στο μέλανα καιρό. Ανατρεπτικό ηχόχρωμα. Απροσδόκητο χάδι. Απροσδιόριστο χάδι. Ως ιερογλυφικό νεύμα που δεν έχει διαβαστεί ακόμα. Απο το νου. Γιατί η ψυχή ξέρει. Πάντα ήξερε τις εσχατιές του μακρινού ρόδου. Που το όνομά του σημαίνει φωτεινός. Περικλύεται η σιωπή απο μια υποψία αλμύρας. Που δε τολμά να ξεμυτίσει στο κρυφό μειδίαμα του πόνου. Κάτι λείπει. Πάντα κάτι έλειπε. Στο τέλος των οριζόντων , τα ορατά και τα αόρατα. Μαζί. Συνοδοιπόροι σε ταξίδι. Συνυπάρχουσες ώρες με τον ανάγλυφο λόγο. Γυρίζεις το βλέμμα. Η ζεστασιά χάθηκε στο κυανό. Ως άστοχο ρητό. Που δεν ταιριάζει με το εντός σου. Τόσα πολλά χρώματα και εικόνα καμμιά. Μόνο σιωπή. Γαλάζιος καπνός πάνω σ' αυτό το τόσο δα φως. Αχνοφέγγει δρόμος μακρινός. Δρόμος αναπάντεχος. Η πύλη, χαμένη βασιλεύουσα σε καλλεί. Την ανοίγεις. Και βγαίνεις εξω απο το εντός σου. Είναι όμορφα εξω. Οι κερασιές εχουν ανθίσει μέσα στο ταξίδι. Και σε περιμένουν να ράνουν με τα άνθη τους παλιές πληγές. Ανακουφίζοντας τον αρχαίο τους πονο. Υστερα, ένα εκκωφαντικό λευκό. Το φως που μεγαλώνει. Και ξεφεύγει απο τις σχισμάδες των βράχων. Ζεστασιά. Όπως τότε. Που ρουφούσες τ' άστρη ξαπλωμένος πάνω, στην ακόμα ζεστη πέτρα, απο έναν αλήτη ήλιο. Απο εναν Έρωντα- ποιητή της σιωπής.

Η ΚΡΥΦΗ ΑΛΜΥΡΑ

Η ΚΡΥΦΗ ΑΛΜΥΡΑ

Στην αιώρα της νύχτας κρέμεται η σκέψη. Πιασμένη απ' τον καπνό οπτασίας απούσας. Απο το τώρα, το χτές και το αύριο. Δίχως χρόνο πορεύεται τ' άστρο της σιωπής. Μπλεγμένο στα μαλλιά κάποιας νεράιδας. Που ξέφυγε απο τη πάχνη. Και στοιχειώνει τις στιγμές. Του σκοταδιού και των Ερινύων του Έρωντα. Που έχασε το ξίφος του. Μέσα σε πληγή παλιά. Τόσο παλιά, όσο η νύχτα πριν γεννήσει το φως. Όσο η εντροπία πριν γεννήσει τη νύχτα. Όσο το άπειρο πριν γεννήσει το πεπερασμένο. Όσο εσυ πριν χαθείς. Όσο εσυ πριν βρεθείς. Στα μονοπάτια που περιμένουν τα βήματά σου. Κύμματα που πανε αντίθετα. Όχι προς καποια ακτή. Μα βαθιά πίσω στο πέλαγο. Αποζητώντας την ελευθερία του απεριόριστου. Αυτού που δε καταλήγει. Μα που αενάως αρχίζει. Μέσα στη καταχνιά και στην καταιγίδα, δειλή ηλιαχτίδα. Στο λιόγερμα. Τότε που όλα σωπαίνουν. Εκτός απο ένα μονάχο αηδόνι. Που λέει το πιο όμορφο τραγούδι του. Σε σένα που ο Μορφέας σε άφησε γι' απόψε. Χαμένο στο αλάβαστρο του νου. Που έχει μια λάμψη παγωμένη. Όπως μιά ξεθωριασμένη ομορφιά. Σε χρόνους άλλους. Ανελέητη σκέψη. Ψάχνεις διαρκώς τον απόντα δρόμο. Αυτόν που άφησε τις ψυχές εκτεθιμένες στο βλέμμα της Μέδουσας. Τότε που ένα ανεπιθήμητο μήνυμα έκαψε τη τελευταία σου γόπα. Τότε που οι καιροί γύρισαν τα όνειρά σου. Σελίδα, σελίδα. Προς την αρχή. Σελιδα, σελίδα πριν απο την αρχή. Εκεί που οργανωνονταν το αυριο. Στις εσχατιές του πόνου. Ως νύχτα που ξεχάστηκε σε μιαν άκρη του Έρωντα. Και την χτυπούν απ όλες τις μεριές τα κύμματα των άστρων. Δίνοντας της το τελευταίο τσιγάρο τους. Πριν τη σκοτώσει το αδέκαστο φως της αυγής. Πέλεκυς παλιός πάνω στις ρίζες. Εκεί που ξεκουράζονται τ' αγρίμια μαζί με τους ασκιανούς τους. Εκει που ξεκουράζεται η αλμύρα. Που ξέφυγε απο το βλέμμα σου. Καθώς κοιτούσες τα γεράκια. Να αιωρούνται πάνω στη ψυχή σου. Εκει που δεν ξέρεις που τελειώνει ο ουρανός και αρχίζει το πέλαγος. Κρυφή αλμύρα η σιωπή σου. Μπροστά στα εκκωφαντικά άστρη. Γραφή, ως ανάγλυφο δάκρυ των οριζόντων. Των χαμένων στη πολύβουη συνάθροιση του νου και της ψυχής. Που γλεντανε, αντικρυστά χορεύοντας. Με τον ρυθμό του ευ. Ασκομαντούρα ο λόγος στο εσωτερικό σου ψιθύρισμα. Εκει που όλα είναι αλήθεια. Που όλα έχουν γίνει. Ακόμα και αυτά που θα γίνουν, εχουν γίνει μέσα σου. Τότε που γίναν αδερφοποιτοί οι Κένταυροι με τις ιέρειες της καταχνιάς σου. Και τι ειρωνία. Κάνει πολύ κρύο στις αρχές του καλοκαιριού. Όλες τις νύχτες. Για ν' ανάψει το σκοτάδι καιγεται η σιωπή.


Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

ΕΞΑΝΤΑΣ

ΕΞΑΝΤΑΣ

Τριγύρω παλιοί κόμποι ναυτικοί. Λένε, πως δε λύνονται ευκολα. Για ν' αντέχουν τις θύελλες σε μακρινά ταξίδια. Χάρτες παλιοί, απο σκονισμένες διαδρομές. Και σχοινιά απο ανακούφηση. Απ' αυτά που στηρίζουν τα πανιά οταν αυτά ανοίγουν στους ούριους άνεμους. Μιά πυξίδα μεταλλική, που έπαψε να δείχνει τον βορρά εδώ και καιρό. Και που, ανατρεπτικά, λες κι έχει κολλήσει σε κάποιο παραμύθι, δείχνει την ανατολή και κάποιες φορές το νότο. Κι ένας εξάντας κάπως μεγάλος και λίγο σκουριασμένος απο τις απανωτές αλμύρες της καταχνιάς σου. Και άκρη άκρη, μιά σκάλα απο ναυτική κουκέτα. Εκεί που ξεκουράζονταν κάποτε, απο το μέτρημα των κυμμάτων, ταξιδιάρικα πουλιά. Απ' αυτά που χάνονταν καμμιά φορά στα στεριανά σου όνειρα. Και μεσ' τη μέση ενα δέντρο με ανάγλυφες τις ρίζες σου, τις κρυμένες μέσα σε τόπους μακρινούς, που θα' θελες ν' αράξει κάποτε το ιστιοφόρο της σκέψης σου. Και πάνω στο μαύρο της νύχτας, γράφεις, υπολογίζοντας τη ρότα την άγνωστη. Που τη ψάχνεις ακόμα σε χάρτες παλιούς. Μα τα σύνορα των κρυφών λιμανιών εχουν αλλάξει τώρα. Μόνος δρόμος τ' αστεέρια, είπε ο γητευτής. Καθώς συνέχιζε να ψάχνει τις κρυμμένες πηγές του. Μέσα στο κουρνιαχτό απο ανέμους ξένους, που έφεραν τη σκόνη των ερήμων σου και έκαναν τη ματιά σου να καίει. Κοίταξες ψηλά. Άπειρα αστρη μέσα στο μελάνι της νυχτας σου. Κοίταξες βαθιά. Άπειρες θύελλες ζωσμένες στο μελάνι της νύχτας σου. Μετράς τις ώρες της φωτιάς με τον εξάντα τον παλιό. Που τον γυάλισες και αστράφτει τώρα. Σαν αστραπή, σαν κεραυνό, χαμένος μέσα στο θολό των καιρών και των χρόνων. Πολύχρωμα μικρά σημαιάκια , απο αυτά που αποτελούν το αλφάβητο της απουσίας , μέσα στη πάχνη. Κι ένας παράφωνος τροβαδούρος, το οτι νιώθεις. Που θα'θελε να πει σωστά τις νότες. Τις σημειώσεις των περιπλανήσεών σου, επι τα εκτός των τεκτενομένων εντός σου. Στον τοίχο τον ασπρισμένο απο τους αφρούς των κυμμάτων που ξεμακραίνουν, τα λόγια, ανεξίτηλα γραμμένα, ενός ποιητή που χάθηκε πριν βρείς εσυ τη μουσική σου. Ξαπλώνεις πάνω στο τίποτα των πεπραγμένων που κοίτονται στο ξύλινο πάτωμα. Ως αθιβολές, ατάκτως εριγμένες στο μυστικό σου σύμπαν. Εκεί που είσαι προστατευμένος απο το απροσδιόριστο και το αμορφοποίητο. Που το ' κλεψαν τα ξωτικά σου και το'βαλαν στα οράματα του μύστη. Του μεθυσμένου απο το φως και την αδίστακτη καθαρότητά του. Ψάχνεις με τον εξάντα τις γωνίες και τις αγωνίες των οριζόντων. Και μετά τον αφήνεις κατα μερος και ξαπλώνεις πάνω στη παιδική ματιά σου. Κουβέρτα ο ουρανός σε σκεπάζει. Ανοίγεις το βλέμμα σου. Γεμίζει με λαμπυρίσματα, με τραγούδια. Ο ραβδοσκόπος γελά. Η ματιά σου ξέρει καλύτερα τον δρόμο προς τις παλιές φλέες, απο τη δική του τέχνη. Και ξαφνικά βλέπεις. Και ξαφνικά νιώθεις. Και ξαφνικά ξεφεύγεις απο το ταγκό σου με τη σιωπή. Τ' αστρη ειναι εκεί. Όπως τ' άφησες.

ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΦΩΣ

ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΦΩΣ

Ακροβάτης του μεσημεριού μέσα στο θνητό, ο χαμένος καπνός. Μιά ρουφηξιά κρυμμένος μύθος πάνω στο κατακόκκινο τώρα. Που έρχεται γρήγορα. Και φεύγει ακόμα γρηγορότερα. Ως μαραθωνοδρόμος σς λυρική ελεγεία. Ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα οι σκέψεις. Αφησαν το νου να τις καπνίσει μεχρη να τελειώσουν. Και να γίνουν γόπες, αφού ο χρόνος τους πήρε όλη τη γοητεία τους. Ένα μεθυσμένο φως ακροβατεί στη τεντωμένη χορδή παλιού τροβαδούρου. Που αφηγήται το ταξίδι που του τέλειωσε το πέλαγός του. Κι ο γητευτής αφουγκράζεται, ραβδοσκόπος του άγνωστου, τις κρυμμένες ταλαντώσεις του υπεδάφους της ψυχής. Εκεί που κρύβονται βυθισμένοι ναοί. Γεμάτοι απο πυθάρια πήλινα με δυνατό παλιό κρασί. Απ' αυτό που έκαναν σπονδές πάνω στους ρυθμούς και στα ηχοχρώματα , αυτού που έφυγε. Αφήνοντας την αίσθηση της μασημένης δάφνης. Άρωμα πικρό. Και δυνατό. Που ξυπνά τ' άγνωστα και τα αόρατα. Θα' θελες να ξέρεις το άγνωστο. Σύρματα γεμάτα χελιδόνια η κάθε άφιξη. Αυτό που περιμένεις έκανε μακρύ ταξίδι. Πάνω απο τις ερήμους σου. Μέσα απο τα δάση σου και τις απάτητες κορφές σου. Εκεί που είναι χτισμένα με πέτρα του ήλιου, τα κρυφά σου μιτάτα. Εκεί που έχεις κρύψει τα δοξάρια της πεθυμιάς. Εκεί που παίζεις τη βροντερή σιωπή του ανομολόγητου. Του δρόμου που πλάνεψε τα βήματά σου. Που έπιναν αντάμα με το φως τις παλιές γοητείες. Και το μέθυσαν. Κι αυτό ζαλισμένο μπήκε μέσα στα σκοτάδια σου. Και τα φώτισε. Απο λάθος. Όχι ηθελημένα. Και τα μέθυσε κι αυτά. Κι ο ραβδοσκόπος ανατρίχιασε ακούγοντας το βρυχιθμό τους. Και είπε, απο λάθος κι αυτός, οτι βρήκε τηνπηγή που έψαχνες. Χαμένο αγρίμι, που έγινε σκάλισμα πάνω στις περικνημίδες του άγνωστου. Εκεί που βρέθηκε μεσα στη ζάλη του, το μεθυσμένο φως σου.

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ- ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Κι αν έχει; την αψηφησιά μιάς φλόγας αναμένης, ανε το κάψεις τ' όνειρο στάχτη θε να ' πομένης.

Παλιά ' ναι η βάρκα του γυαλού, μα'χει γερό το διάκι, ειν' του πλατάνου η δύναμη, της βιόλας του μεράκι.

Γκρίζο το χρώμα τ' ουρανού, ίδιο στο πέλαγό σου, ίδιο και με τα όρη σου, που'χεις στο λογισμό σου.

Παλιά φιλιά που άντεξε εις των καιρών τα μάκρη, ειν' αγκαλιά του πέλαγου απου δεν έχει άκρη.

Καλλιά μονάχος κι άγρυπνος σε μιά νυχτιάς τη πένα, παρα σε ψεύτικης φιλιάς, λόγια φτιασιδωμένα.

Και 'συ φως μου αμάραντο, άκουσα τη κραυγή σου, απου ποτέ δεν έδωσες, εσυ, νερό και γή σου.

Όρη μου χιλιόχρονα και ανεμοδαρμένα, πείτε που θα' βρω τσι καρδιας τ' όνειρα τα κρυμένα.

Καστέλι μαγεμένο μου, άστρο του μισεμού μου, εμπέρδεψές το, τ' όνειρο στην άκρη του λυγμού μου.

Κρίνο μου, ποιός σε γέλασε κι άνθισες στο σκοτάδι και μου κοιμάσαι τις αυγές και μου ξυπνάς το βράδυ.

Εσκιάχτηκαν οι ασκιανοί απου 'χω μεσ' το νου μου, σα σε θωρρούν ν' ακροπατείς, φλόγα του δειλινού μου.

Λεμονανθός κι αρισμαρί, φλισκούνι και θυμάρι και μυρωδιές τσι ροδαυγής έχει η δική σου χάρη.

Εγω τ' αστέρια δε μετρώ, άλλες ευχές δε κάνω, σαν έρχομαι ν' ονειρευτώ στο μπέτη σου απάνω.

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ - ΟΡΣΑ ΔΡΕΤΑΚΗ

Εγιάγυρε η αργαντινή στου νου μου το λημέρι κι ο ασκιανός σου, κυνηγός και μου'στησε καρτέρι.

Κρυφού σεβντά ο ασκιανός καλλεί ' με στο σκοτάδι κι είμαι αγρίμι ξομπλιαστό, στου νου σου το υφάδι.

Και λέγουσι οι αέρηδες, φυσούμε ' μεις και ξα σου, κατέουμε τσι θύελλες πως νταγιαντά η καρδιά σου.

Θανε φανεί γι αητός γι ατσέλεγος αν είσαι, τις στράτες που περπάτησες, με μιαν ανάσα σβύσε.

Στων αστεριών το γύρισμα και στων καιρών τη χάση, ξαθέρια ποιος αντάμωσε στου Έρωντα τα δάση.

Κάστρο παλιό η αγάπη σου, δράκοντας το φυλάει, μα δροσουλίτης η καρδιά, πάντα θα το ζητάει.

Τη ταχινή τ' αγρίμια μου, κάθε που ξημερώνει, ώστε να ζω, η ανάσα σου, σαφή θα τα μερώνει.

Τσ' αργαντινές , αθιβολες το νου μου τον κουρσεύουν και δροσουλίτες οι στιγμές, τα κάστρα τους γυρεύουν.

Τάζεις μου αγάπη πέλαγα, μα ' γω δε σ' αφουκρούμαι, ερμίζεις με, δε στο κρατώ, κεντείς με, μα σ' ευκούμαι.

Φαράγγι μου τσ' αθιβολής κρούσταλα οι χαρές σου, κρουσταλα και οι πόνοι σου, σ' όλες τσι ταχινές σου.

Οντε θε να' σαι αμοναχός, νταγιάντα , μη λυγίσεις, καλλιά να σπάσεις το γυαλι, παρά να το ραγίσεις.

ΑΗΤΟΣ

Ο αητός ειν' αητος, πετά οπως του πρέπει κι όρνιθας να του δινουνε, ταγή να τονε θρέφει. (ΟΡΣΑ ΔΡΕΤΑΚΗ)

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΣΤΟ ΚΥΝΙΚΟ ΛΙΟΓΕΡΜΑ

ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΣΤΟ ΚΥΝΙΚΟ ΛΙΟΓΕΡΜΑ

Και μετά οι στεριές χάνονται στο λιόγερμα. Αναρωτιεσαι. Μέσα σε παλιές αγορές. Με μυρωδιές κι αρώματα απο μπαχάρια και απο ανθρώπους. Και αναρωτιέσαι ξανά. Πίνοντας τσίπουρο με γλυκάνισο. Εκεί που χτυπά η καρδιά της αγοράς. Στη παλιά πόλη. Στη νέα πόλη. Σε κάποια απόκρημνη πόλα. Και αναδύεσαι μέσα απο τον καπνό και την ομίχλη. Είναι μαγική αυτή η ομίχλη. Είναι μια Κίρκη- Μέδουσα. Που πρώτα σου υπόσχεται ότι ποθείς. Και μετά σε μαρμαρώνει με το βλέμμα της. Ώσπου κάποιος ν' ακούσει τη κραυγή σου., μέσα στο ετοιμοθάνατο λιόφωτο. Πρέπει να συνεχίσεις να περπατάς. Κι απέναντι σου παλιός ναός. Των αρχών του βυζαντίου. Και οι καμπύλες των σκεψεών σου είναι τα παραθύρια του. Κάπου μακριά ηχούν σήμαντρα. Μα εσύ, βέβηλα, χάνεσαι μέσα στο αρισμαρί και τη ματζουράνα , αυτού του άγνωστου που ποθείς να γνωρίσεις. Που το ξέρεις. Που το αρνήθηκες. Και που τώρα θέλεις εκ νεου να το γνωρίσεις. Όπως είσαι τώρα. Με παλιές ουλές απο εκπτωτα συναισθήματα. Απο εκπτωτα φτερά. Και στη θέση τους τώρα, έχεις το μαύρο κεφαλομάντηλο των χα'ί'νιδων. Που σε προσκαλούν κάθε βράδυ. Να χορέψετε τα πέντε ζάλα της λευτεριάς. Μάχη. Άνεμος κρύος στο νου. Σκαλισμένο λιόγερμα πάνω σε παλιούς δρύδες. Έρωντας. Το ταξίδι. Αυτά είναι τα πέντε ζάλα τα δικά σου. Και τα δικά τους. Σε προσκαλούν ν' ανέβεις στο ριζιμιό, στο μιτάτο της πιο απάτητης κορφής σου. Και να φωνάξεις. Σε μιαν επίκληση ευριπιάδα. Της ψυχής σου τους δράκοντες. Και να τους καλέσεις. Σε γεύμα μυστικό.
Πρίν την αναχώρηση. Για τις αγκαλιές πουπεριμένουν να τις γεμίσεις. Κοντά στις παλιές αγορές. Με τη μυρωδιά του γλυκάνισου έντονη. Πάνω στις σκέψεις σου. Και στα συντρίμια σου. Τα αρχαία σου συντρίμια. Που είναι συνοδοιπόροι στο ατέρμονο τραγούδι των γλεντοκόπων. Που τους καλείς να παρουσιαστούν χειροπιαστοί δροσουλίτες. Ντυμένοι το σήμερα που τόσο φοβάσαι. Και το αποφεύγεις. Ζώντας στην αθιβολή ή στο όνειρο. Μα το τώρα σε καλεί. Να χορέψεις τα πέντε ζάλα των καιρών και των ανέμων. Που φυσούν στα ξάρτια του δικού σου πειρατικού. Του γεμάτου απο το απροσδόκητο. Κι ένα λιόγερμα κυνικό. Να πέρνει το φως μαζί του. Και να φεύγει για άλλους τόπους. Αφήνοντάς σε, ν' αποφασίσεις. Νομίζω πως έχουν έρθει ήδη τα χελιδόνια. Για άλλη μια φορά. Θυμίζοντάς σου τη δική σου άνοιξη. Που πρέπει να ζήσεις.


ΦΩΣ

ΦΩΣ

Μέσα στο φως φαινονται όλα τακτοποιημένα και καθαρά. Κι ας έχει συνεφιά η ψυχή. Το σπαθί των ηλιαχτίδων χρήζει τη σκέψη. Με τα φτερά του αητού. Και της δίνει το όνομά της. Αυτή που αναδύθηκε απο τη σκέψη. Ασαυτή που αναδύθηκε απο τους αφρούς της θύελλας. Αυτή που αναδύθηκε απο τα μηνύματα του ανέμου. Η άνοιξη ξύπνησε μέσα στο βλέμμα. Και το γέμισε ουρανό. Και πέλαγο απύθμενο. Και το δάκρυ στέγνωσε πάνω στη πέτρα τη καφτή. Το ηφαίστειο σιγοκαίι. Αρχαίο δράμα. Που αφηγήται τις γενιές αυτού του κόσμου και του άλλου, απο κτίσεώς του. Θαρρείς σιώπησε η σκέψη. Και ο νους ανέβηκε στα φτερά του αητού του πετρίτη. Και βλέπει τα ειωθότα και τα τεκτενόμενα απο ψηλά. Η ιστορία γράφεται με τον πόνο και το αίμα και το χαμόγελο των σηκωμών. Κάθε που ξημερώνει ξυπνά η επανάσταση και περιμένει. Πότε θα ρθει η στιγμή ω' αλλάξει τα τεκτενόμενα. Τον τρόπο σκέψης και τον τρόπο δράσης του νου και της ψυχής. Ξεφεύγει η σκέψη μέσα απο τα υπόγεια. Και κάθεται απέναντι στο φως. Ζητόντας του να την καθαρίσει. Απο τα βρύα της αγωνίας που φύτρωσαν στις ρωγμές της. Και η δράση περιμένει τη στιγμή της έκρηξης. Τη στιγμή της δημιουργίας. Οτι είναι ετοιμόροπο, γκρέμισέ το εσύ μιάν ώρα αρχήτερα. Η επανάσταση αρχίζει απο το εντός σου.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΛΙΕΣ ΜΟΥ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ - ΟΡΣΑ ΔΡΕΤΑΚΗ

Θελω να πιώ με μια γουλιά τη φλογα τ' ουρανού σου, να ζαλιστώ και να χαθώ στα τρισβαθα του νου σου.

Ολος ο κόσμος θάλασσα κι αγάπη σου είναι φάρος και ' γω κα'ι'κι αμοναχό, απου του δίνει θάρρος.

Θανε σκοτώσω τ' άστρη σου απου θωρρείς το βράδυ, να μη σου λένε πως γλακώ με τσ' ασκιανούς σου ομάδι.

Πουλι που είναι δυνατό και νταγιαντά τον πόνο βγαίνει στα υψη και πετά με μιά φτερούγα μόνο.

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

ΜΙΑ ΓΟΥΛΙΑ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ

ΜΙΑ ΓΟΥΛΙΑ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ

Ο ήλιος γίνεται πιο δυνατός, τώρα που μεσημεριάζει. Ένα φως που καθαρίζει τη σκέψη. Που καθορίζει τη σκέψη. Και ένα ουράνιο τόξο φάνηκε μέσα στο ποτήρι σου. Το γεμάτο απο προσδοκίες. Το γεμάτο απο την ανυπομονησία του εν δυνάμει εφικτού. Είσαι μιάν ανάσα τώρα μακριά απο την πηγή. Εκει που βρίσκεται. Δίπλα στο χωματόδρομο της σκέψης σου, που είναι όλο φως. Και 'συ, με σκονισμένα τα βήματά σου προχωράς ακάθεκτος. Πίνεις μια γουλιά ουράνιο τόξο και γεμίζεις χρώματα. Το γκρίζο έφυγε τώρα. Πηδάς πάνω στο άλικο, σαν ινδιάνος που ιππεύει με περίσσεια χάρη, το πολεμικό του άλογο. Το λευκό άτι με δυο μαύρες βούλες στο σώμα του. Σαν η ματιά να του έκανε ενα νοητό τατουάζ. Η ματιά σου, η πρώην ασπρόμαυρη. Μα πολύχρωμη τώρα. Δυό σύννεφα μέσα στη σκέψη, χάθηκαν. Όπως χάνεται η πραγματικότητα, μέσα στο όνειρο. Καθώς ο πολεμιστής με τα μακριά μαλλιά σε χαιρετά. Λες και εχει βγεί , μόλις, απο τις τοιχογραφίες της Κνωσσού. Πάντα νέος μέσα στους αιώνες και τις χιλιετηρίδες. Ξέφυγε απο θύελλες, κατακτητές που είχαν την ύβρη στα μάτια, ταξιδιώτες που ξαπόστεναν στο χορτάρι, αγνοόντας την υπαρξή του, φωτιές που άναψαν σηκωμοί, απο το ίδιο το φως ξεφεύγοντας. Πάντα νέος. Παρές με τα δελφίνια που παίζουν αιώνια μέσα στο γαλάζιο. Σώζοντας τους ναυαγούς, απο τις δικές τους θύελλες. Κι ύστερα πάλι το φως. Αυτός ο χειμωνιάτικος ήλιος, ο γεμάτος υποσχέσεις, οτι η άνοιξη είναι κοντά. Ένα βήμα αρκεί για ν' ανθήσουν οι πρωτοπόροι του συναισθήματος. ,έσα στις ώρες που κοιτούν αδιάφορα, τις προοπτικές των οριζόντων στους οποίους χάνεσαι. Σα γεράκι στο λιόγερμα. Το απόγευμα αργεί ωστόσο. Και 'συ, συνεχίζεις να είσαι ο καβαλάρης του ουράνιου τόξου, που έχεις στο ποτήρι σου. Πίνεις λοιπόν μια γουλια ουράνιο τόξο και σε δροσίζει. Περίεργα γαλήνιες είναι οι θύελλες στο μάτι του κυκλώνα. Δίπλα σου, ομιλίες. Σε διάλεκτο της γλώσσας σου. Τραγουδιστά τα ηχοχρώματα. Στα βάθη της ανατολής, κοιμούνται οι μύθοι. Αδιάφοροι για το ξύπνημα του φωτός. Περιμένοντας τον μελλοντικό μεταφραστή της γραφής τους. Της γραμμικής γραφής τους που δεν έχει διαβαστεί ακόμα. Κι αυτά που κρύβουν, ίσως είναι ο αιώνιος έρωτας του ζευγαριού, που ήταν αγκαλιασμένο χιλιετίες τώρα. Και που μόλις στους χρόνους σου βρέθηκε. Καθώς οι αιώνες το σεβάστηκαν. Οι θύελλες το σεβάστηκαν. Ο έρωντας που νικά όλες τις μάχες. Κι ο ποιητής πάντα θα τον τργουδά. Καθώς θα πίνει το απομεσήμερο, μια γουλιά ουράνιο τόξο.

Η ΑΡΜΑΤΩΣΙΑ ΤΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ

Η ΑΡΜΑΤΩΣΙΑ ΤΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ

Μιά ανυπόμονη προοπτική. Μέσα στο φως. Ένα διάφανο γαλάζιο. Ένα κομμάτι γαλάζιο, μέσα στη φωτιά. Επαναστατικός ουρανός, σαν αγκαλιά. Μέσα στα αποκα'ί'δια της σκέψης. Που χάνεται σε χώρες μακρινές και εξωτικές, του εντός. Κι όμως μυρίζει ακόμα θυμάρι η προοπτική. Πάνω στα όρη των σκοτωμένων αγριμιών. Των σκοτωμένων σκέψεων. Απο το βόλι μιας υποβόσκουσας ελπίδας. Που σιγοκαίει. Όπως σιγοκαίει το αύριο, στις μακρινές ακτές των ονείρων. Συνεχίζεις να περπατάς. Με ένα βήμα χαμένο στην αναζήτηση. Με ένα βήμα καμένο απο τη φωτιά των καιρών. Μιά θύελλα που φαίνεται ακίνητη μέσα στο βλέμμα. Ως νέφος μοναχό μέσα στο απέραντο. Μέσα στο απροσδιόριστο. Συντρίμμια εικόνων, λουσμένα στην αυγή. Που έρχεται πιο γρήγορα τώρα. Ως πρώιμη Ά νοιξη που βρήκε το δρόμο της. Πάνω στους γυμνούς βράχους του σήμερα. Στα κακοτράχαλα μονοπάτια της φωτιάς. Είναι δύσκολοι οι καιροί. Μα ο άνεμος, μυρίζει θυμάρι και καμμένα ειοθότα, πάνω απο τη δυσκολία. Και μιά ομίχλη που ανασταίνεται στον ορίζοντα. Εκεί που έδυσε το βήμα. Το όνειρο πέρνει μορφή πάνω στον καπνό της φωτιάς που καίει. Όχι βγαλμένο απο τη θεά της εστίας, αλλά απο το άρμα του πολεμιστή. Που νίκησε τη λήθη. Και επανέρχεται. Και ο Αιώνιος χαμογελά. Και το μειδίαμά του είναι το χάδι στο καταμεσήμερο ενός μεταμφιεσμένου οράματος σε πραγμάτωση. Χειροπιαστή. Καθώς αγγιξε τις πληγές σου. Και τις ξέρει τώρα. Πάντα τις ήξερε. Αλλά εσύ έπρεπε να δεις το άγγιγμα, μέσα στην ομίχλη σου. Οι καιροί θα φέρουν σηκωμούς. Τ' άκουσαν οι δρύδες και ψιθυρίζουν στον άνεμο ιστορίες για τις παλιές φωτιές. Που είναι γραμμένες στον φλοιό τους. Εκεί φαίνεται η διαδρομή των αιώνων που πέρασαν και αυτών που έρχονται. Ως αργοναύτες που ψάχνουν το χρυσόμαλλο δέρας. Του ταξιδιού. Της διαδρομής. Της αναζήτησης. Η γνώση είναι καλά κρυμένη στους καπνούς βοτάνων μυστικών. Που προλέγουν το απροσδιόριστο. Αυτό που κρύβεται στην ομίχλη. Αυτό που θα'ρθει, μα δεν το ξέρεις. Μοιάζει με πορεία σε δρόμους άγνωστους. Σε ουσιαστικά, μη υπάρχοντες δρόμους. Που περιμένουν να χαρακτούν απο τα δικά σου βήματα της φωτιάς. Υπάρχει σιωπή πριν τη θύελλα. Κι αυτή η σιωπή προαναγγέλει την έλευσή της. Δεν αρκεί το μετά. Η σκέψη ταξιδεύει μέσα στους τυφώνες. Για να πάει πέρα απο το μετά. Τότε που τα κάτοπτρα θα είναι θρυματισμένα. Μα κάθε κομμάτι τους θα ανάβει τη φωτιά, ρουφώντας το φως. Χιλιάδες εικόνες-θρύψαλα του εαυτού σου, θα ρουφάνε το φως. Κι οι φλόγες του θα κάψουν τα ειοθότα. Ως καθαρτήρια απόφαση. Θα πεις '' τώρα θα γίνει ''. Θα ντυθείς την αρματωσιά των οριζόντων. Και θα σπαθίσεις τη σκέψη. Μεχρης ώσπου να γίνει φως ξανά. Μέσα στο μειδίαμα των πληγών σου.


ΤΟ ΥΦΑΔΙ ΤΗΣ ΓΑΛΗΝΗΣ

ΤΟ ΥΦΑΔΙ ΤΗΣ ΓΑΛΗΝΗΣ

Δεν κάνουν τα επιτεύγματα την ευτυχία. Η γαλήνη δεν έρχεται απο τα πράγματα που αποκτιώνται. Η γαλήνη δεν έρχεται απο το εφήμερο της γνώσης. Το φως ήρθε νωρίς σήμερα. Καβαλάρης στο άγριο άτι του βλέμματος. Τροπαιοφόρος ο ήλιος με όλες του τις ακτίνες ζωσμένος. Κι ο ουρανός χορεύει με τα στιβάνια της συνειδητοποίησης. Το άφημα στο χάδι. Στο λίγο που ειπώθηκε και ήταν γεμάτο γνοιάξιμο. Η σκέψη χαμογελά. Και ξαπλώνει νωχελικά στα λιβάδια της αιωνίας. Άρωμα απο κρίνα. Άρωμα απο θυμάρι έχει η στιγμή. Όταν σταθείς. Και πάψεις πια να κυνηγάς, το εφικτό ή το ανέφικτο. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να σταθείς. Εκεί στην άκρη της σκέψης και να νοιώσεις το χάδι. Τότε είσαι γεμάτος. Εκπληρωμένος. Καθώς ακους τους ήχους της πανάρχαιης μητέρας. Λαθώς ο άνεμος θα σε αγγίζει. Και 'συ θα καταλαβαίνεις και θα νοιώθεις το άγγιγμα. Όλα είναι σημαντικά. Κυρίως τα πιο μικρά. Αυτά που τα προσπερνάς στο ατέρμονο τρέξιμό σου. Για που ; 'Ολα θα γίνουν. Μη φοβάσαι. Ένας Δρυίδης κόβει βότανα με το χρυσό δρεπάνι του. Και σου φτιάχνει το ρόφημα της αυγής. Να το πιείς και να ξυπνήσει η ψυχή σου. Και να δουν τα μάτια σου. Και να καταλάβεις. Δεν κάνει η επίτευξη την ευτυχλια. Την κάνει η ανάσα του φωτός στο νου, στη ψυχή, στο βλέμμα. Η θεά υφαίνει τις ηλιαχτίδες. Και φτιάχνει το υφάδι της γαλήνης. Για να στο χαρίσει. Όταν θα βρείς ματιά για να το δεις . Όταν σταθείς και το αγγίξεις. Και το χα'ι'δέψεις. Κι εκείνο θα σου ανταποδώσει το χάδι. Η γαλήνη κρύβεται στο αμοιβαίο άγγιγμα των ψυχών. Που ανταλλάσουν το φως τους. Τα τραγούδια είναι μόνα όταν δεν τραγουδιούνται. Το χάδι είναι μόνο όταν μένει μετέωρο. Η γαλήνη είναι μόνη , όταν η ψυχή έχει κλείσει τα βλέφαρά της. Το φως είναι μόνο χωρίς το βλέμμα που θα το αγκαλιάσει. Στάσου μια στιγμή. Και αφουγκράσου.

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

ΕΠΙ ΤΑ ΕΝΤΟΣ

ΕΠΙ ΤΑ ΕΝΤΟΣ

Και ξάφνου, φάνηκε μια ρωγμή στο λυκόφως. Και 'συ, σαν άλλος Ηρακλής, βάζεις όλη σου τη δύναμη. Για να την ανοίξεις ακόμα περισσότερο. Σπρώχνοντας τις δυο πλευρές του ανοίγματος αντίθετα, Ως να 'ταν αυτές, οι Συμπληγάδες πέτρες. Και φαίνεται όλο το τέλος στο άλικο λιόγερμα. Ένα τέλος που σηματοδοτεί μιαν αρχή. Ενός φωτεινού σκότους. Αναμένα μυριάδες κεριά. Υψώνονται. Ως ικέτιδες φωνές, μπροστά στο αγκάθινο στεφάνι. Που μελλοντικά θα φορέσει ο νιογέννητος θεός. Που τώρα ζεσταίνεις τη θύμησή του. Η κάθε γέννηση, έχει πάντα ένα αγκάθινο στεφάνι και μιαν ανάσταση. Προς το παρόν, έκαναν ανακωχή οι λογισμοί. Και ξεκουράζεται ο νους. Μέσα σε ήχους απο οπτασίες. Νωχελικό απόγευμα. Στριμωγμένο μέσα σε αυτό το κάτι που αλλάζει συνέχεια. Εντός σου. Το όνειρο έχει πάντα καλές προθέσεις. Καθώς επανέρχεται ως ένας ηθοποιός- εφιάλτης. Που κι αυτός παίζει έναν τρομαχτικό ρόλο. Πρσπαθώντας να αφυπνήσει βαλτωμένες συνειδήσεις. Η αλήθεια, όταν ειπωθεί, ξορκίζει τους φόβους και τους εφιάλτες. Κυρίως όταν ειπωθεί στον εαυτό μας. Μετέωρο φως μέσα στη σιωπή. Ίπταται του εντός σου. Η αναχώρηση πλησιάζει καθώς η απόφαση ελήφθη. Το ταξίδι συνεχίζεται. Απρογραμμάτιστο ως είθισται. Απρογραμμάτιστο σαν αλήθεια. Που ηλθε μετά την παραδοχή. Οτι δεν μπορείς να μπείς στα καλούπια, τα δικά σου και των άλλων. Αιώνια εντροπικός. Μέσα σ' ένα άλικο σκοτάδι. Γεμάτο απο τη γαλήνη της μη αναπαυόμενης σκέψης. Σαν το αιώνιο κύλισμα των Συμπληγάδων. Που τις απέφυγες για άλλη μια φορά. Γνωρίζοντας τις αρχαίες γραφές. Καθώς τις είδες με άλλο μάτι. Απο άλλη οπτική γωνία. Τελείως διαφορετική απο το δικό σου σκέπτεσθαι. Καθώς η ρωγμή άνοιξε ακόμα περισσότερο. Σε ένα εντροπικό φως. Τελείως άναρχο για τα δικά σου δεδομένα. Μια ρωγμή, ως απόπλους μυστικός. Προς άγνωστες θάλασσες. Και χαίρεσαι που πηγαίνεις πάλι προς το άγνωστο. Ως βράχος αφιερωμένος τω αγνώστω θεώ. Εκεί, δίπλα στη Πνύκα. Δίπλα στην αγορά. Με τα ξωτικά μύρα. Που θα ντύσουν τελικά το δικό σου καινούργιο. Το δικό σου, επι τα εκτός των γραφών και των μύθων. Σε παλιές πόλεις , που επέζησαν κατακτητών, κοιμάται η γνώση. Και σε προσκαλεί να ξεσκονίσεις τους αρχαίους παπύρους της. Ξεσκονίζοντας πρώτα τη ματιά σου. Τη ματιά που θα τις δει και θα τις ερμηνεύσει. Κοιτόντας πάντα επι τα εντός σου. Καθώς το αδυσώπητο λιόγερμα, ανοίγει τη δική σου ρωγμή. Επι τα εντός.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΜΕΙΔΙΑΜΑ ΤΟΥ ΑΛΙΚΟΥ

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΜΕΙΔΙΑΜΑ ΤΟΥ ΑΛΙΚΟΥ

Κι ύστερα, η θύμηση επανέρχεται. Μια ακατανίκητη επιθυμία για ξορκισμό της απουσίας. Με το χάδι. Το ξενητεμένο χάδι των οριζόντων. Που δεν τους ξέρεις ακόμη. Μα που περιμένουν, εκεί, την δικιά σου επίγνωση. Δεν ξέρεις τον δρόμο. Κι ίσως αυτή να' ναι η μαγεία. Ένα ταξίδι μυστικό. Που δεν αποκαλήπτεις σε κανέναν. Οτι εδώ και καιρό, βρίσκεται εν εξελίξη. Μελλοντικός πολεμιστής, μέσα στην απουσία. Αναζητάς τους τόπους σου. Τους δικούς σου που δεν τους ξέρεις ακόμη. Μα τους ψυχανεμίζεσαι. Άνεμος, που πέρνει τον καπνό, απο το μισοσβησμένο τσιγάρο της απωλεσθήσας συντροφικότητας. Που, με μιαν ανάσα στη σιωπή, ξανανάβει.Μια έφιππη μνήμη. Που σε προσπερνά. Μπροστά ανοίγεται ο δρόμος. Βρεγμένος, απο την αλμύρα σου. Ένα μοναχικό κύμμα, σπάει πάνω στον βράχο της πιο κρυφής σου επιθυμίας. Ένα ταξίδι που σε περιμένει. Σχεδόν πριν τελειώσεις το προηγούμενο. Διαρκής κίνηση. Με την σιωπή πάντα παρούσα. Μαζί σου. Σε χώρες μακρινές, που τώρα πια δεν θέλεις να πας, κρύβεται το όνειρο. Και 'συ, κρυμμένος μέσα στο άλικο. Στο ρόδινο πρόσωπο της φτιασιδομένης απώλειας. Που δεν ξέρεις αν είναι αυτή η απώλεια που έχει σημασία. Ή η δική σου ατέρμονη αναζήτηση του ανέφικτου. Παραπλήσιοι λόγοι της δική σου άγνοιάς του, που σε οδηγούν τα βήματά σου. Το μετέωρο βήμα της αναζήτησης σου. Που θα σε οδηγήσει να γνωρίσεις τι είναι αυτό που ζητάς τελικά. Στο δρόμο της συμφιλίωσής σου με την κοφτερή σιωπή. Στο δρόμο της συμφιλίωσης με το δαιδαλώδες εντός σου. Σα νεράιδα που δεν ξέρει πως να χαμογελά. Χαμένη μέσα στους καπνούς βοτάνων μυστικών. Σε σκέψεις που δεν μπορεί να τις μοιραστεί. Και ίσως να μην είναι το νόημα εκεί. Όμως που είναι το νόημα κρυμμένο; Ανθός σπάνιος και όμορφος μέσα στο άλικο της σιωπής. Ένας ανθός – σιωπή. Και 'συ, ένας περιπλανόμενος μύθος της απουσίας. Που όλα λές, είναι παρόντα μέσα της. Κανείς πολεμιστής δεν μπορεί να αποδεχτεί τις συμβάσεις. Το συμβατικό είναι αυτό που πολεμά. Ως μοναχικός Δροσουλίτης που χάθηκε μεσ' την αυγή του. Ψάχνοντας τα κάστρα του. Που είναι κρυμμένα στη πάχνη που αφήνει ένα δάκρυ μοναχό. Πάνω στον καφέ του απομεσήμερου. Και μια διπλανή φωνή που σου φωνάζει αποδέξου το. Αποδέξου τη ζωή. Αποδέξου τον εαυτό σου οπως είναι κάθε στιγμή. Με το που θα δεχθείς την απουσία, αυτή, μεταμορφώνεται αμέσως σε παρουσία. Με το που θα δεχθείς το ανέφικτο, αυτό γίνεται αμέσως εφικτό. Με το που θα δεχθείς τη νύχτα, αμέσως έρχεται το ξημέρωμα. Αποδέξου το. Και θα έρθει η πραγμάτωση. Η επίγνωση. Που είναι το κλειδί των οριζόντων σου. Που εξαγνίζει την απώλεια. Την απουσία. Κι αμέσως νιώθεις γεμάτος. Εκπληρωμένος. Και έτοιμος. Για το καινούργιο ταξίδι. Έχεις γνωρίσει τους Δαιδάλους. Και αυτός είναι ο θησαυρός σου. Μη φοβάσαι να τον ξοδέψεις. Αναπνέοντας τη φρεσκάδα της επανάστασης. Απέναντι στο δικό σου είθισται.


Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΟΥ

Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΟΥ

Κι ομως, η αθιβολή του χαδιού, έρχεται ξανά και ξανά. Μέσα απο τα γενειοφόρα βάτα του σήμερα. Και είναι τ' αγκάθια τους, πέπλο, που μέσα κρύβεται ο άλικος χυμός. Αυτό που μπορεί να γίνει. Ως εφηβική πληγή. Που δεν εκλεισε ακόμα. Και έχουν περάσει αιώνες απο την αυγή σου. Και έχουν περάσει αιώνες απο το ξεκίνημα. Κι όμως, εσύ δεν έχεις φτάσει πουθενά ακόμα. Αιώνιος ταξιδευτής του ακαθόριστου. Κι ένας Έρωντας με πέπλο μαύρο. Ως τα μαύρα πανιά του ιστιοφόρου που μπήκαν κατα λάθος. Με βιασύνη. Και έστειλαν λάθος μήνυμα σ' αυτούς που περιμένουν. Έφερναν χαρά και νικητήριους παιάνες. Όμως έστειλαν μήνυμα θρήνου. Με αποέλεσμα , ο θάνατος ο άρχων, να δώσει όνομα σ' ένα πέλαγο γεμάτο ευχές. Γεμάτο ψυχές. Που παλεύουν να σπάσουν, απο τότε, τις αλυσίδες. Τις δικές τους. Και των συντρόφων τους. Περίεργα όμορφη είναι η σιωπή. Καθώς χάνεται. Μέσα στους μύθους των πρωταγωνιστών της. Και μια ευριπιάδα εικόνα. Ενός παιδιού ντυμένου στα μαύρα. Μιά πρόωρη επανάσταση λες. Ως άνθος τυλιγμένο σ' ένα κοφτερό χιόνι. Κι ένα επικύνδινα τρελλό βήμα. Που ξαφνιάζει τη σκέψη. Κανείς δεν ξέρει όσα ξέχασες. Κανείς δεν ξέρει την απουσία σου. Ως προγραμματισμένη χαρά που δεν την δέχεσαι. Γιατί ξέρεις ότι η πραγματική χαρά είναι πάντα απρογραμμάτιστη. Ένα σχεδόν πικρό ακαθόριστο μειδίαμα, έχει το μέσιασμα της μέρας. Θά'θελες ν' αργήσει το σκοτάδι να' ρθει. Στην αιώνια επαναληψημότητά του. Στην κατά ριπάς εναλλαγή των εικόνων του νου. Που έρχονται απρόσκλητες μέσα στη νλυχτα . Και τ' αλλάζουν όλα. Ως ένα ακαθόριστο χάδι. Ως μιαν ακαθόριστη σκέψη. Που ξέρεις την αύρα της. Χωρίς ποτέ να μάθεις όμως το πραγματικό νόημά της. Ως μυστήριο κρυφό της έλευσης, μιάς αέναης ευχής. Που, περιέργως πως, νιώθεις οτι πραγματόθηκε. Μα συνεχίζεις ν' απλώνεις μαύρα πανιά. Εκεί που πνέουν ούριοι άνεμοι. Εκεί που θα ' πρεπε να υψώνεις ο πολύχρωμο. Απο μια βιαστική χαρά. Απο ανυπομονισία. Ως μιαν αφιξη που παρέλειψες να δεις. Γιατί το άλικο τα' χε καλύψει όλα. Μια φλόγα που σε ζέσταινε, σε καίει σια- σιγά, για να διατηρήσει τη λάμψη και τη ζεστασία της. Και 'συ χαίρεσαι γι' αυτό. Χαίρεσαι που τώρα πια το άλικο είσαι εσύ. Εσυ και το ακαθόριστο. Και ο αιώνιος ταξιδευτής του, πάλι εσύ. Βιαστική χαρά. Με υψωμένα λάθος πανιά. Κι ένα πέλαγος που πήρε απο μιά λάθος απώλεια, τ' όνομά του. Ως λάθος που βάφτησε μιάν αλήθεια. Σ' ένα οξύμωρο σχήμα.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΑΤΕΡΜΟΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΙΟΥ

ΤΟ ΑΤΕΡΜΟΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΑΚΙΟΥ

Η αθιβολή, γεράκι που χαιρετά το λιόγερμα. Και χάνεται μαζί με το φως, στα σκοτάδια του νου. Είθισται, στους πολυσύχναστους δαιδάλους της σκέψης, να είναι άρχουσα η σιωπή. Που τώρα την ξέρεις. Και την αναζητάς. Όταν το οικείο έρχεται πολύ κοντά. Ένα οικείο, που το έχεις αφήσει πίσω. Καθώς περιπλανιέσαι. Σε πολύχρωμα σοκάκια. Σιωπηλά πολύβουα. Και δεν αναρωτιέσαι πιά. Γιατί έχεις δεχθεί την εικόνα σου. Που αναδύεται μέσα απο σκιές. Μέσα απο ήχους παράταιρους με το δικό σου ''τώρα''. Μα, μιά βελούδινη μουσική, βγαίνει μέσα απο τα κλήματα του χειμώνα. Ξεπερνά το ''τώρα''. Είναι ήδη στο ''μετά''. Στο πέρα απο το μετά. Εκεί που είναι ο αληθινός εαυτός σου. Και ακούς τη μιλιά του. Χωρίς τις συμβάσεις των πεπραγμένων. Που τριγυρίζουν πίσω σου. Με τριμένο πανωφόρι. Αλλά το ''ξανά'', βγήκε απο το μυστικό, το πολύπλοκο παλάτι του Μίνωα. Ακολουθόντας το μίτο. Και συνειδητοποιείς οτι εσυ είσαι η Αριάδνη που τον κρατά. Και τον χαρίζει στους Έρωντες. Για να βρούν τον δρόμο. Πέρα απο θεούς. Και πέρα πο δαίμονες. Πέρα απο ον εαυτό σου. Πέρα απο την άλικη σιωπή. Πέρα απο μορφές- σκιές στο λιόγερμα. Κάποτε ξόρκισες τη σιωπή. Και τώρα τη θέλεις πίσω. Με άλλη μορφή όμως. Όχι σα νεράιδα του χιονιού. Μα σαν ιέρεια. Θερμή απο το φως. Που είδες, κοιτόντας τα σκοτάδια σου. Ως κατακόκκινος Ιβίσκος, που άνθισε μεσ' τον χειμώνα. Δείχνοντάς σου τον δρόμο. Οι σκιές έφυγαν. Ως καθαρτήρια ευχή. Του μύστη. Του κρυμμένου εντός σου. Μόνα κυνηγούν τα γεράκια. Και μετά κάνουν κύκλους γύρω απο το είναι σου. Χαιρετόντας σε. Και 'συ γεράκι είσαι. Στις εσχατιές των ερήμων σου. Σε παλιά ακροκέραμα ταιριάζει το λυκόφως σου. Και έχεις , ως υπέρθυρο οικόσημο, μιαν ακατάληπτη επιγραφή. Που σου φωνάζει να την κατανοήσεις. Καθώς διαλύεται η πάχνη. Κάθε που το φως αναδύεται. Απο τις σκιές σου. Και σε βρίσκει με μετέωρο τον ένα πόδα. Καθώς κάνεις το πρώτο βήμα. Έξω απο το εντός σου. Αρχίζοντας ταξίδια μακρινά. Καθώς έχεις πετάξει πλέον τα περιττά. Και βλέπεις καλύτερα. Τον ορίζοντα. Με το βλέμμα του γερακιού.

ΕΝ ΑΜΦΙΒΟΛΩ

Εν αμφιβόλω

Αναβοσβύνει η γαλήνη. Χαρά. Ρυθμός γιορτής επερχόμενης. Μιά υποβόσκουσα γοητεία της δράσης. Της στιγμής που γεμισε το ουράνιο τόξο. Και ένα αραχνο'υ'φαντο δάκρυ, ο ορίζοντας. Πασπαλισμένο απο τον αχνό απο ανάσες μυστικές. Που κρύβουν τη θετικοτητα. Και την αποδοχή του οντως πεπραγμένου. Μιά στιγμιαία γοητεία έχει η εξέλιξη. Γαλήνη που φέρνει μια ταξιδιάρα αγκαλιά. Και στο ποτήρι του Βάκχου, χαρές μη αναμενόμενες. Που συνθέτουν μιά σιωπή καταριπτόμρνη. Απο τη δική σου αλλαγή. Που έφερε μια αναγεννησιακή δροσοσταλίδα στο σύμπαν σου. Που τώρα συνειδητοποιείς οτι δεν είναι μόνο δικό σου. Είναι και των άλλων. Η δράση η δική σου – πετραδάκι που ακροβατεί στα νερά του Ιορδάνη. Όπου βαφτίζεται το όνειρο. Ένα χατζή- όνειρο. Και μια χατζίνα ελπίδα. Στο καθημερινό. Που ανακαλύπτεις οτι έχει χίλια χρώματα. Βγαλμένα απο τις δικές σου αφηγήσεις στο λόγο της Σεχραζάτ. Πέρασες το μεγάλο ταξίδι απο την έρημο. Πάνω σε μυστικόκαρραβάνι. Ένα αηθαλές ταξίδι. Μέσα απο τις ερήμους. Τις δικές σου. Και των άλλων. Ασκούμενος μπυστης σε πυθαγόρεια σιωπή. Που γνωρίζει τώρα τους μυστικιστικούς δρόμους του μαζί. Του εντός. Του πέρα. Και του μετά. Και ένα βλέμμα που εν αμφιβόλω ίπταται. Που εν αμφιβόλω χάνεται. Μέσα σε αιωρούμενους βαβυλόνιους ήχους. Η δική σου κυνική σιγουριά χάθηκε. Απ' τη στιγμή που δέχθηκες να δείς. Ότι ότως είναι. Και οχι οτι πίστευες οτι είναι. Έθεσες επιτέλους τη πληγή πάνω στο ιαματικό άγγιγμα Της επικοινωνίας. Του οφελείμως ποιείν. Και αμέσως ήρθε η ανταπόκριση. Επι τα εντός και επι τα εκτός. Κράτησες το εκκρεμές είναι σου. Και αυτό σταμάτησε την αέναη ταλάντωσή του. Όταν σαματά ο χρόνος γεννιούνται τα σύμπαντα. Μέσα στο χάδι της μιλιάς. Το χάδι της αποδοχής. Αλλά ολ' αυτά προ'υ'ποθέτουν την κατάριψη των δικών σου ειωθότων. Την κατάριψη του δικού σου συνήθους. Οι αρχαίοι μύστες των μορφών και των σχημάτων δημιουργούν. Αλλά η δημιουργία, κατάλαβες εν τάχη οτι οφείλεται οταν θέσεις εν αμφιβόλω τις υπάρχουσες θεωρίες σου. Τότε γεννιέται το καινούργιο. Μέσα απο τους καπνούς της μυστικής ιέρειας που προλέγει οσα θα συμβούν. Που έδωσε τ' όνομά της στους μύστες των σχημάτων. Θέτοντας τα πεπραγμένα, ότι είθισται, εν αμφιβόλω.


Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΦΛΟΓΑΣ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗΣ

Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΦΛΟΓΑΣ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗΣ

Μιά λευκή ανάσα. Και απο μέσα της αναδύονται μαυρα αγριοπούλια, οι σκέψεις. Και μέσα στη πάχνη, μιά νεράιδα με μακριά μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς. Γύρω της , σπίθες, οι πόθοι. Και οι Έρωντες του ακατέργαστου τώρα. Και μιά σάλπιγγα μέσα σ' εναν συνεφοσκεπασμένο πόνο. Που περνά και αφήνει τη γλυκιά αίσθηση της ίασης. Απο την απουσία. Και την πληγή της. Ως σημάδι απο τα νύχια του αρχαίου δράκου της σιωπής. Που χάθηκε αυτές τις μέρες στη σπηλιά του. Και ανάβλυσαν απο το κρύο ξεκίνημα, παρουσίες. Που αχνοφεγγουν σαν αστρη, μέσα στη παγωμένη σκοτεινιά μιάς Δεκεμβριανής αναγέννησης. Ως νύμφη που επέζησε μεσαιωνικών προλήψεων. Και στέκεται αγέρωχη και αιθέρια, μέσα στο μετά. Χωρίς να φοβάται τον άλικο ορίζοντα. Μέσα στον οποίο ίπταται το άγνωστο. Και τα μαύρα αγριοπούλια, πάντα εκεί. Πάνω στις τεντωμένες χορδές. Των αισθήσεων. Των σκέψεων που επαναστάτησαν. Και εφυγαν, απο ανούσιες αθιβολιές. Και ενας γενειοφόρος μύστης του αύριο, μεταφέρει το μήνυμα. Η ευτυχία είναι ένα παρατεταμένο χάδι. Καθόλου φευγαλέο αν το επιθυμείς. Και είναι πάντα παρόν. Με μιαν αυρα δυνατή. Ως το πέταγμα. Παρέα με στιγμές Αμαζόνες. Ζωσμένες την εκπλήρωση. Είσαι ελεύθερος όταν συνειδητοποιήσεις την ελευθερία σου. Η συνειδητοποίηση είναι η αρχή της ελευθερίας. Ως βαθιά ανάσα στον φρέσκο αέρα του περάσματος. Απο αυτό που είθισται, στην προοπτική του εφικτού. Στην πραγμάτωση ονείρου παλιού. Μα αενάως επανερχόμενου. Που σε κινητοποιεί. Να σπάσεδις τη στασιμότητα και να μπείς στην αέναη κίνηση. Μιας αρχχέγονης υπέροχης δράσης. Που σου ταιριάζει. Όαν διώξεις τα περιτά. Και πορευτείς στην λευκή ανάσα και στα αναδυόμενα απ' αυτήν μαύρα αγριοπούλια υου εντός σου. Μια φωά που την έβαλε η κρύα αλμύρα. Απο τις μυστικές σου κόγχες. Απο το μυστικό σου βλέμμα. Που σε οδηγεί στο αγνωστο. Που η ομορφιά του συνίσταται στο ξύπνημα. Στην επιθυμία να ζήσεις τη περιπέτεια της φθαρτής αιωνιότητάς σου. Στη προοπτική φλόγας αναδυομένης.