Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Η ΑΝΑΣΑ ΠΟΥ ΔΕ ΣΒΥΝΕΙ ΤΗ ΦΛΟΓΑ...


Όταν είσαι μέσα στη φωτιά γίνε φλόγα , όχι στάχτη . Όταν είσαι μέσα στη μάχη γίνε βέλος . Όταν είσαι μέσα στη καταιγίδα γίνε κεραυνός. Όταν πέφτεις σα βροχή , γίνε ανθός του πρωινού , όχι λάσπη. Όταν είσαι πληγή γίνε το αίμα που τη θεραπεύει , όχι το πύον που τη συντηρεί. Όταν είσαι αθιβολιά γίνε το χάδι του ονείρου που σκοτώνει τη λήθη .Οταν είσαι λογική γίνε το όριο του απέραντου.

Άνοιξε πλατιά φτερά σαν άλμπατρος πάνω από τα κύματα κι ελευθερώσου.

Όταν είσαι σκέψη γίνε η λύση. Όταν είσαι αγάπη γίνε υπομονή στην έκρηξη του άλλου μισού.

Όταν είσαι άγνωστο , μη φοβηθείς . Πήγαινε και γίνε ότι είσαι στ’ αλήθεια.

Κρυφό γέλιο πάνω στα μαλλιά του αγγουροξυπνημένου Έρωντα γίνε, όταν η άκρα του γκρεμού σου μάθει το πέταγμα.

Αλήθεια , νιώθεις ασφαλής ? Ε, λοιπόν να νιώθεις ασφαλής , όταν αφήσεις επιτέλους τη ψυχή να σου μιλήσει και ‘ συ να την ακούσεις προσεχτικά και σιωπηλά.

Και μετά μίλα της με την αλήθεια σου . Γίνε η ψυχή σου . Γίνε το άρωμα από ένα νυχτολούλουδο .

Όταν είσαι στην έρημο γίνε το γιασεμί της ερήμου που ανθίζει στις εσχατιές του αρχιπελάγους της σκέψης .

Πέρα από τα όρια πήγαινε και ελευθερώσου . Γνώρισε τις νέες προοπτικές και θα φτιάξεις ανάδελφες πρότυπες εικόνες που όμοιές τους δε θα βρεί κανείς πουθενά.

Όταν είσαι σιωπή γίνε το ψιθύρισμα των θεών στο θρόισμα των ηλιαχτίδων . Η ανάσα που δυναμώνει τη φλόγα…

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Ο ΘΥΜΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ...




Γιάντα χτυπάτε τύμπανα τσ’ αθιβολιάς στο νου μου , θαρρείτε πως εξέχασα τα μυστικά του Αδη .

Ειν’ οι καιροί του Δαίδαλου παλιοί κι ας είν’ καινούργιοι κι ακροβατούν οι άνεμοι εις της καρδιάς τις θύρες.

Ηντα τη θέλεις την αυγή σκοτάδι σα δε ξέρεις κι αν δε θωρείς τ’ αόρατα στου δειλινού το δάκρυ .

Παλιά τραγούδια π’ ιστορούν ,παλιών πληγών τις μάχες , δεν είναι για να τραγουδάς σ’ ενός γλεντιού το δρόμο . Μον’ ειν’ για να’χεις λάβαρο σα γίνεις καταιγίδα.

Δεν ειν’ κρασί να πίνεις το , ύπνος για να ξεχνιέσαι , μον’ ειν’ νερό απ’ της Στυγός τ’ αθάνατα πηγάδια. Και όποιος πίνει απ’ αυτό όρκο βαρύ φοράει , της σκέψης τσ’ επανάστασης τα μαύρα τα στιβάνια. Που οδηγούν τα ζάλα του στ’ Αυγερινού το αίμα , εκεί απου ‘ ναι δίδυμα του νου τα ουράνια τόξα.

‘Αφοβα αναδύονται απ’ της Στυγός τους όρκους , π’ αν τους πατήσεις , οι θεοί , σε διώχνουν στα σκοτάδια . Και είν ‘ οι στράτες μοναχές απ’ τα δικά σου ζάλα , επίορκος ωσάν γενείς , στη λήθη σα θα πέσεις .

Δε θα θυμάσαι τ’ όνειρα κι αυτά δε θα σε θέλουν , σαν αρνηθείς τσ’ αλήθειας τους κι αυτά δε λησμονάνε .

Και μόνο σα θα θυμηθείς ήντα θα πει αγρίμι , θε να σου δώσουνε ξανά νέκταρ και αμβροσία .

Θα σε καλέσουν οι θεοί αντάμα τους να κάτσεις και θα γυαλίζουν οι αυγές τα μαύρα σου στιβάνια. Απου οδηγούν τα ζάλα σου στης μάχης το μετόχι , εκεί που όνειρα παλιά εσένα περιμένουν .

Μη φοβηθείς ν’ ακροβατείς , πέτα όπως σου πρέπει.

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

ΜΑ 'ΓΩ ΙΘΑΚΕΣ ΔΕ ΖΗΤΩ...(ΦΩΣ..)


Μα ‘ γω Ιθάκες δε ζητώ , αιώνια ταξιδεύω , ο δρόμος είναι η ψυχή που κάθε αυγή γυρεύω.

Ο δρόμος δεν είναι φευγιό , δεν είν’ παρά φροντίδα , για να κρατάς ότι αγαπάς , στου ήλιου την ακτίδα.

Γιατί ? ρωτούν οι ασκιανοί μα απάντηση δε δίνω , το φως τους γέννησε κι αυτούς , δε ξέρουν δε τους κρίνω.

Οντ’ αγαπάς είσαι αυγή  , νύχτιά και φως που τρέχει κι αν κάποτε είχε μιαν αρχή , τέλος , θωρρείς , δεν έχει.

Αιώνιος ταξιδευτής , στο βλέμμα λέει αλήθεια κι ανέ το χάσεις ψάξε το στου νού τα παραμύθια .

Οι μύθοι είν’ αληθινοί , στο λένε , στο φωνάζουν , αυτό που είναι σταθερό κι αν οι καιροί αλλάζουν.

Γίνε και ‘συ ωσάν το φως σύμπαντος που γεννιέται , φεγγάρια κι αν επέρασαν απ’ Αδη δε νικιέται.

‘Κειός π’ αγαπά γίνεται φως και ασκιανός και σκότος , στο πόνο του άλλου θα πονά , θα τον φροντίζει πρώτος.

Είν’ το ταξίδι μακρινό τσ’ αγάπης οντ’ αρχίζει , πολεμιστής , αν και θνητός , τη μάχη συνεχίζει .

Γι ‘ αυτό Ιθάκες δε ζητώ , γιατί μαζί μου έχω , ότι αγαπώ και γίνομαι φως που αιώνια τρέχω.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ ΞΥΠΟΛΗΤΟΣ


Ενας θεός ξυπόλητος μου χτύπησε το νού μου , μία νυχτιά καλοκαιριού , βλέμμα του δειλινού μου.

Ηταν βρεγμένος αητός , χα’ί’νης απ’ τα όρη , είχε κρυφές λαβωματιές , από αγάπης δόρυ.

Δε μίλησα  μα του ‘ γνεψα στη σκέψη να περάσει , στη πάχνη μου των λογισμών , να’ ρθει να ξαποστάσει .

Εφόραγε της ζήσης μου το μαύρο πανωφόρι κι ένα τσιγάρο κράταγε ,σβησμένο ξεροβόρι.

Τονε ρωτώ πουθ’ έρχεται και μ’ απαντά εντός σου , εκειά απου ‘ χεις ασκιανούς να σεργιανούν στο φως σου .

Του έβαλα κούπα κρυφή-δάκρυ να ξεδιψάσει και δυό χαμένους κεραυνούς  που ‘ χα  ψωμί να πιάσει.

Του έβαλα να κοιμηθεί στ’ όνειρα της καρδιάς μου , μα ντράπηκα , ήταν φτωχά , ρούχα της καταχνιάς μου.

Εγέλασε κι ήταν αυτό το γέλιο ένα ποτάμι , που έλουσε και έπλυνε κάθε , ψυχής , το δράμι.

Και ύστερα με κοίταξε μα πάλι δε μιλούσε και τότε είδα τα φτερά στο κόρφο που φυλούσε.

Τα έβγαλε , μου τα ‘ δωσε και είπε ειν’ δικά σου , στα φύλαξα χρόνια πολλά πριν έρθω στον οντά σου.

Μου τα ‘χες δώσει σα παιδί μία νυχτιά του θέρους , οντε τ’ αστέρια κοίταζες τα ‘ φησες παραμέρους .

Τα πήρα και τα φύλαξα χρόνους σαράντα δέκα , οντε εσένα η έρημος τους λογισμούς σου ‘ λέκα.

Και ύστερα κοιμήθηκε σαν το παιδί στ ‘ αλώνι και η νυχτιά αλάφρωσε , τις σκέψεις δε μαλώνει .

Και μένα μου ‘ ριξε η αυγή το πιο ζεστό της γέλιο , οντε χαθείς , θε να βρεθείς στ’ αγάπης το θεμέλιο.

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ( ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ )


Ψυχές , αστέρια της αυγής , χάνεστε μεσ’ το φως της , σα των ανέμων άγγιγμα , κρυφός ο λογισμός της.

Στη βάρκα του Αχέροντα , στων λογισμών τη λήθη , πήγα να ‘δώ τους π’ αγαπώ , στου νού το παραμύθι.

Γυμνό μου φως αφήνεσαι στης θύμησης το χάδι , πλέκει η καρδιά κι ο νούς χαλά της ζήσης το υφάδι.

Ένα νησί που ‘ ναι μακρά , στο τέλειωμα του χάρτη , θέρους βροχή, σα θύμηση , στου νού μου το κατάρτι.

Βρεγμένο φως καλοκαιριού το δάκρυ ανταμώνεις, σα γυρολόγο μουσικό , το νού μου ασημώνεις .

Πολλά βαθύς ο στεναγμός στο γύρισμα της μέρας , δυό στάλες γίναν χίλιες δυό  νότες σε Πάνα κέρας.

Στης σιωπής τ’ αντάμωμα φως μου σα σεργιανήσεις , κέντα σημάδια στους καιρούς , τσ’ αυγής μη λησμονήσεις.

ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ( ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ )


Στο γύρισμα των φεγγαριών ματώνουν οι ανέμοι , αγρίμι να ‘ σαι στη καρδιά , φωτιά απου δε τρέμει.

Σα δυό χιλιάδες χρώματα στου νου το πανηγύρι , ειν’ η ζωή , αυγής ανθός , να του ρουφάς τη γύρη.

Δρόμοι τσ’ αυγής στων στεναγμών το πιο παλιό τραγούδι , σα φως στα γένια τ’ ουρανού , του λογισμού το χνούδι.

Εσμιξε ο ήλιος κι η αυγή στ’ ορίζοντα το μπέτι , γεννήθηκες  Αυγερινός στ’ αστερισμών τα έτη. Νύχτα ρίξε τα πέπλα σου και ξύπνα ουρανέ μου , δώστου ευχή απ’ τις ευχές , ανθέ και μενεξέ μου.