Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Και  ξεφλουδίζουν , αφήνοντας ένα απαλό άρωμα πορτοκαλιού οι επιθυμίες , ποθόντας , κάνονταςαυτό για το οποίο είναι προορισμένες.
Να είναι προάγγελοι αυτού που θα γίνει.Κι αυτό το κάτι , μπορεί να ζει παντού.Στην πραγματικότητα , στην φαντασία , στο σώμα , στη ψυχή .
Ο πόθος. Ενας εραστής του άπιαστου .Του αχειραγώγητου .Αυτού που , ο καθένας , θα ήθελε να κατακτήσει .Κάστρο απόρθητο , που δεν υποκλίνεται στα πρέπει , αλλά γίνεται ευάλωτο στα θέλω. Κ αι στις καστρόπορτες , υφάντρες του αύριο ξεκινούν παραμύθια, για ότι έγινε , για ότι θα γίνει.
Τα παραμύθια εχουν πάντα ένα απροσδόκητο τέλος. Αυτό που επιθυμεί συνήθως ο πόθος.Που είναι , φωτεινά , εκθαμβωτικά σκοτεινός και ζει στις στοές του συναισθήματος…
Ο τοίχος είναι τα αποσιωποιητικά μιάς ιστοριας. Γεμάτος τωγμές , σε ένα στενό των ονείρων . Πάνω του , ζωγραφιές οι σκέψεις και το φως παίζει τρομπόνι και πάει πάνω , κάτω , γελώντας πονηρά. Γιατι μπορεί να μπαίνει από παντού . Από τις σχισμάδες του χρόνου και του νού . Κανοντας νέες αρχές σε μια ιστορία που , ποτέ  δεν φαίνεται να αρχίζει και πουθενά σεν φαίνεται να τελειώνει . Και χιλιάδες σκιές ζωγραφίζουν στον τοίχο , μορφές , όμοιες με αυτές που φτιάχνουν τα σύνεφα , στη φαντασία ατίθασων παιδιών.
Αλάνι , πιτσιρίκι που καπνίζει  το αύριο , ο πόθος , γελά περιπαικτικά.
Στο αίμα της αυγής το πέταγμα του αυγερινού . Μιάς αυγής με ματωμένα , κατακκόκινα χείλη . Θα μπορούσε να είναι από ηδονή. Θα μπορούσαν να θρηνούν τον θάνατο του σκοταδιού.Ψάχνει μια αρχή στο τέλος . Στην αρχή του φωτός , στο τέλος του σκοταφιού , βρίσκεται το άπειρο. Διαβάτης περίεργος, που στέκεται και χαζεύει τις άκρες του συναισθήματος.
Ένα φλιτζάνι με το πρόσωπο ενός παιδιού , χαραγμένο σε έναν καφέ που αχνιζει ο έρωτας. Ντρέπεται που δεν έχει αρχή και τέλος . Ντρέπεται γιατι κάνει θνητό το άπειρο . Και αυτό του γελά συνομωτικά.
Είναι περίεργα ήσυχες οι πιο επαναστατικές γειτονιές του νού.
Αιμα τα’ αυγης σα μια κραυγή πονου απου γεννιέται , πονου απου γιατρευτηκε κι όμως δε λησμονιεται .
                                               
Καστρα του νοτου η ανοιξη που ‘ χει καταχτημένα , κρατούνε την ανασα μου χρονους μακρά ‘ πο μένα.

Αστρο της νυχτας σιωπηλό εις της αυγης την ωρα , ειν ‘ της καρδιάς μου ξενητιά των ομαθιών σου η μπορα.

Ο σεβασμός της λησμονιάς εις την αθιβολιά σου , ηλιογραμμένη ‘ πεθυμιά σα χάδι στα μαλλιά σου.

Δυό καταράκτες κρύσταλα , ψάξε μα δε θα βρεις τα, της εδικης μου της καρδιάς , τα θέλω  κι αν ποθεις τα.

Νερών θα γινω γητευτης το δάκρυ να γητεψω , στα ματια σου να μη φανεί , χρόνους κι αν καρτερεψω .

Ζεστού καφε η συντροφιά το βλέμμα της ψυχης σου , καπνου σιγοψιθυρισμα  λογια παλιά της γης σου .

Σκέψεις σκαλιά κι ο νους παιδι ανεβοκατεβαίνει , βήμα μικρο κι αμοναχό απ ‘ ασκιανούς που βγαινει.

Φύσα αέρα δυνατά στου νου τις χαραμάδες , να γινει επανασταση στης σκέψεις τις κορφάδες .

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Δύσκολες σιωπές που απαντούν, πάντα ,σε μια ατέλειωτη ερώτηση .
Όλου του κόσμου οι σιωπές σε μια στάλα άγγιγμα.
Κομένη ρίζα που άνθισε μέσα στη παγωνιά και έβγαλε ανθούς , πριν έρθει η άνοιξη.
Παθιασμένο φιλί , ματωμένο , του σκοταδιού με το φως , η αυγή.
Μια εκρηξη πριν το χάσιμο , λέει το ονομα του απείρου , το φωνάζει , το χορεύει , το τραγουδά.Κι αυτό το τραγούδι , είναι χίλια τραγούδια μαζί , χίλια αρχέγονα χάδια, στο σώμα της απεραντοσύνης.Ενψση , κραυγή , σε ένα παναρχαιο πανηγύρι του κόσμου.
Ενας σκοτεινός άγγελος , η κραυγή του σκοταδιού.Πόνος και ηδονή και χαρά. Το βρέσιμο πριν την απώλεια .Σε μια αγκαλιά , το φως και το σκοτάδι , σε έναν ματωμένο πόθο. Το φως έρχεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και σφίγγει παθιασμένα το αρχέγονο άγνωστο , το αδιαφοροποίητο και του παίρνει την ανάσα του. Και αυτό , χωρίς ούτε ένα δάκρυ , αφήνεται να χαθεί , μεσα στις μορφές , στις σκιές , στην εφήμερη θνητή ύπαρξη.
Κι ύστερα έρχεται η μέρα .Γεμάτη κίνηση , χρώματα , αναπνοές του σήμερα.Πραγματοποιεί όσα η ν΄θχτα ονειρεύεται .Και μέσα στο φως , φαινονται όλα.Το γέλιο , το κλάμα , η αποδοχή , η απόριψη , η θέληση και η πρακτική.Είναι πρακτική η μέρα .Φτιάχνει , σχεδιάζει και χτίζει , όλο χτίζει . Και οι έρωτες αναρωτιούνται.
Γρήγορα περνά το φως , όσο γρήγορα τελειώνει το σήμερα. Όλα ζουν στο σήμερακαι αυτό είναι τόσο σύντομο , όσο ένα ανοιγόκλειμα της επιθυμίας.
Χταπόδι η επιθυμία, απλώνει τα πλοκάμια του και γίνεται άπληστο.Όλο ρουφά τις στιγμές , μα όταν το απειλούν τα όνειρα , χύνει το μελάνι του. Και το σκοτάδι επανέρχεται.Απειλιτικό αυτή τη φορά. Επεκτατικό.Βάφει του κόσμου τις σκιές κι αυτές είναι σα να ζούν σε εφιάλτη, γιατί χάνονται πριν της ώρας τους. Πριν το πεί το φως , πριν γυρίσουν του χρονου οι αχτίδες.
Ακούγεται καθαρά τώρα το αγκάλιασμα. Τωρα πουδεν είναι πιά σκοτάδι .Τωρα που το φως δεν εχει ερθει ακόμα. Τώρα που ξημερώνει.
Σήμερα θέλει το μσκοτάδι να μείνει όλη μέρα με το φως , μέσα στα σύνεφα.Θα είναι μια σκοτεινή μέρα. Φλυαρεί η βροχά και το σύμπαν σιωπά και την ακούει.
Νυχτερινοί γλεντοκόποι , οι πόθοι , πάνε να συναντήσουν τα όνειρα.Εφυγαν λίγο πριν το αντάμωμα…
Στου κόσμου  τα γεφύρια , τα πουλιά ονειρεύονται ακόμα.
Οι αντίθετοι δρομοι , συναντώνται πάντα στα τρίστατα των οριζόντων .
Ο ουρανός χτυπά τα τύμπανά του να ξυπνήσει τους ανέμους.
Θα ‘ρθώ  πριν να ‘ ρθείς , για να γίνουν μια αγκαλιά οι στιγμές και να σε περιμένουν.Οπως όταν κοιμάται πρώτος ο νούς για να ζεστάνει τα σεντόνια του αύριο.Η καρδιά δε κοιμάται ποτέ.Γι ‘ αυτό η σκέψη , οσο και να πλανηθεί, στην καρδιά γυρίζει που την περιμένει άγρυπνη , με ένα φλυτζάνι καφέ στα χέρια , μέσα σ’ ένα σκοτεινό φως , σ ‘ ένα φωτεινό σκοτάδι.Για την καρδιά υπάρχει μόνο το αντάμωμα…
Του κόσμου το αύριο , μικρό παιδί η σκέψη .Παίζει με το φως και το σκοτάδι και γι ‘ αυτό , σ ‘ αυτήν γεννιέται ο έρωτας της στιγμής του απείρου.
Θα σε δώ πρίν να ‘ ρθείς . Θα ειμαι εκεί , πριν έρθω.
Δειλό κελάιδισμα του ονείρου το βροχερό αχνοφέγγισμα.Θα πετάξω ακόμα κι αν βραχώ , λέει , αναγγέλοντας το ξημέρωμα στο σύμπαν που σιωπά.
Λίγο ακόμα μείνε , ψιθυρίζει το φως στο σκοτάδι . Λιγο ακόμα μείνε πριν έρθω.
Και το σκοτάδι άργησε να φύγει , περιμένοντας το φως.
Μια αστραπη σ’ έναν φωτεινό καθρέφτη , φωτισε για μι’ά στιγμη , μια σκιά , με αναμένη τη καφτρα τουτσιγάρου.Αγρυπνη σκέψη , από μακριά , αλλα τόσο κοντα στην ανάσα του ‘’είναι’’.
Η σκέψη , ένα ατέρμονο ταξίδι του εσωτερικού χρόνου .Μιά αστραπη που φωτίζει κατ ‘ επαναληψη , από διαφορετικές γωνίες πόθου , το σκοτάδι του ‘’εντός’’.
Ψιχάλες στη τέντα και μια χαρούμενη φωνή στο πλακόστρωτο που αναγγέλει τη βροχή στο ξημέρωμα .
Η σκέψη σιωπηλή αστραπή …Ηχος της υπαρξης που ξυπνά …Στο κόσμο του χτες οι σκιές βασιλευουν . Καμμιά σκιά δεν υπάρχει , αν δεν βρίσκεται κάπου μια στάλα φως…
Η σκέψη βρέχεται από τις στάλες μιάς βροχής που όλο λεει ότι θα ‘ ρθει κι όλο το μετανιώνει.Γυμνός ηχος που δε φοβάται τη σιωπή.
Διψά η ομορφιά για να βρει ψυχή .Διψά η ψυχή να συναντήσει την ομορφιά . Ξημέρωμα…
Το σκοτάδι αφουγκράζεται το φως που ερχεται .Ξέρει πως θα σβύσει για λίγο , περιμένοντας να χαθεί στην αγκαλιά του φωτός.
Αρχισε να βρέχει .Μιά μουσική στο αχνοφέγγισμα.Σιώπησε το σύμπαν για ν ‘ ακούσει τη βροχή.Το φως ερχεται….
Σκοτάδι και φως , σε ένα σύνεφο που φέρνει καταιγίδα. Αναστενάζει το σκοτάδι κι ο στεναγμός του είναι βροντή.
Κάποιος να σταματήσει το χρόνο για να ακουστεί η βροχή. Ταξιδεύοντας στις σκέψεις γινεται το αντάμωμα.Στις κορυφές βουνών απάτητων. Στου λογισμού το γύρισμα.
Λόγια που δεν ειπώθηκαν εχουν κάνει τις καλύτερες συζυτήσεις . Ξέρω , ξέρεις. Ένα αγγιγμα που έμεινε μετέωρο , αλλά που χάιδεψε όλο το είναι.
Μεγάλες συναντήσεις σε μικρες σιωπές , Η βροχή δυνάμωσε και κάλυψε το μέτρημα του χρόνου .
Στου σκοταδιού τα ‘ αντάμωμα φως μου πριν ξεψυχησεις , κρύψου στο σωμα τα ‘ αστεριων , σαν ερωντας να ζήσεις.

…Κι αν φυγεις , αστρο μιάς στιγμης που ‘ πεσε μες ‘  τη λήθη , του νου η πένα σ ‘ εκανε των κάστρων παραμύθι.

Ανειπωτη ερώτηση η σκέψη μου στο νου σου , μπαχάρι στις αγορές τσ’ αυγης , καιει τους λογισμούς σου.

Τ’ αυγερινού το πέταγμα στο αιμα της αυγης του , ξεκινημα στο άπειρο , στο τελος , στην  αρχη του.

Σ ‘ όσα κομμάτια θρύψαλα η ζηση μου κι ανα σπάσει , θα γινουνε αθιβολιες στου έρωντα τη χάση.
(αθιβολιές : αναμνήσεις. Χάση : το τελος , το τελειωμα.)
Βροντή , κραυγη του κεραυνού , στου σκοταδιού το υφάδι , σκίζει τ’ αραχνοδιάφανο του στεναγμού σου χάδι .

Όλα τα ρόδα της αυγης σου τα ‘ χω χαρισμένα , ‘συ μόνο ξέρεις στη ψυχη ηντα κρατώ κλεισμένα.

(Η νυχτα)… λύνει τα μαυρα της μαλλιά μεσ’ τ’ ουρανου τ’ αλώνι και κοκκινίζει από ντροπή κάθε που ξημερώνει.

Αιμα τσ’ αυγης σα μια κραυγη πόνου απου γεννιέται , πόνου απού γιατρευτηκε κι όμως δε λησμονιέται.
Μη σκιάζεσαι σκοτάδι μου το φως που ανασαίνεις , γιαντα ‘ ναι πάντα οι ακιανοί , τόποι να μ ‘ ανημένεις.

Στων αστεριών τα τρίσβαθα , στις χαρακιές του χρόνου , αν θα με ψάξεις θα με βρεις στη στάλα κάθε πόνου .

Οσα που ετραγούδησε τσ’ αγάπης το δοξάρι , να οδηγούν τα ζάλα σου στης ομορφιάς τη χάρη.

Οσοι ορισμοί κι αν λογιστώ , οσοι ορισμοί κι αν δώσεις , δέντρο, μαστίχας άρωμα , βγάζει αν το πληγώσεις .

Μαντεψε ηντα θα σου πω , φως μου μα και σκοτάδι , ανέμοι δρύδες δυνατοί , γητεψανε το χάδι .

Νύφη του κρύου θα σβυστείς στου ήλιου τις αγκάλες , ‘ κειός π ‘ αγαπάει χάνεται στης άβυσου τις σκάλες .

Γυμνού σπαθιού η ξαστεριά του κρύσταλου η χλωμάδα , γυμνές καρδιές π ‘ αναζητούν τα ‘ ονείρου την αρμάδα.

Στου νου σου τις αστροφεγγιές θα νυχτοπερπατήσω , για να θωρρώ τις σκέψεις σου δίχως να σε ρωτήσω .

Κρουσταλιασμένους άνεμους σ ‘ ένα ποτήρι πίνω , χιλιες νυχτιές σ ‘ αντάμωσα και χιλιες δυό σ ‘ αφήνω.
Θέλω δυό στάλες να ‘ μαστε ιδιας βροχης το δάκρυ , να γινουμε ένα μες ‘ τη γης στου στεναγμου την ακρη.

Ξύπνα αστέρι αυγερινέ αιμα τα’ αυγης και  ρώτα , γιάντα καρδιά μου τραγουδάς στο δάκρυ πρωτα πρωτα.

Υστερα από το υστερα και στο μετά του πόνου , πληγη ποιος ειδε που ‘ κλεισε στο πέρασμα του χρόνου .

Θελω να γινω γητευτης τα’ ανέμους να γητεύω , για να μου φέρουν πεθυμιές κι όνειρα που γυρεύω.

Στης λήθης τα ‘ αχνοφέγγισμα κοιμάται η μνημοσύνη και τ ‘ όνειρα πολεμιστες που μάχονται για ‘ κεινη.

Το φως του δρόμου, της ψυχης φτιάχνει το παραμυθι , στου νου τα καστροσύνεφα , φέγγουνε χιλιοι μύθοι.

Κόσμε τα ‘ αγγέλω απου ζεις στις στάλες τα ‘ αστεριων σου , στην άχνα σου ελπιζουνε τα  πλήθη των παιδιων σου.

Στου λογισμού τα ‘ ανταμωμα , στης σκέψης το μιτάτο, θανε σε βρω , αθιβολή , στο βλέμμα από κάτω .