Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ ΤΩΝ ΗΛΙΑΧΤΙΔΩΝ


Μοναχική λύρα, παίζει τη σιωπή στις χορδές της νύχτας. Ένας χορός της σκέψης με μεθυσμένα βήματα. Σαν σε επίκληση. Σαν σε κραυγή, βροντερά σιωπηλή. Που βγαίνει μέσα από την ομίχλη, καθώς κατεβαίνεις από τα όρη. Ένα κρύο φως στη γέννηση του ονείρου. Φρέσκο, σαν ανάσα από μέντα και θυμάρι, σ’ ένα τόσο δα σημάδι, μιας πληρότητας που  ξεχειλίζει από άγριες στεριές, από άγριες θάλασσες. Είναι τόσο ήρεμη η θύελλα. Κι όμως, ένας διαφυγόν πόνος, ως ηχώ στην άβυσσο, μια θύμηση που σκοτώνεται, καθώς η φωτεινή θεά της νύχτας, ανατέλλει. Κι ένα ψεύτικο πορφυρό, σαν από βυζαντινή δολοπλοκία, σου κεντά το βλέμμα. Ένας πόνος στο βλέμμα και το νερό της σιωπής τρέχει, πάνω στις ρυτίδες σκληροτράχηλου πολεμιστή. Που ντρέπεται για’ αυτό. Ύστερα, η φωνή ενός ανδρόγυνου Πάνα, να παίζει τον αυλό της φωτιάς. Και σπίθες πολλές, ως εκλάμψεις εικόνων, που θα’ ρθουν όταν θα φύγεις. Κι ένα ‘’σ’αγαπώ’’ που μπαίνει από τις γρίλιες της ύπαρξης. Και σκοτώνει την ανυπαρξία. Η σιωπή στο ουρλιαχτό των ηλιαχτίδων. Καθώς οι καιροί στροβιλίζονται στις ψυχές, στις ατελεύτητες διαδρομές. Εκστατικός πολεμικός χορός γεμάτος Έρωντα και αψηφισιά στον Αχέροντα. Η ομορφιά, του να ξεκινάς, χωρίς να ξέρεις για πού και τι θα συναντήσεις. Σεληνιασμένη ηχώ, η σιωπή σε μιαν ατέρμονη επανάληψη, τόσο διαφορετική. Κάθε φορά που ακούς το ουρλιαχτό των ηλιαχτίδων.

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΕΑΡ


Το χνούδι του μεσημεριού πλέει στο φως ενός ανυπόμονου καλοκαιριού. Που αναζητά τους ορίζοντες. Ένα κομπολόι από  σκέψεις, μετράνε τις ευχές του είναι. Ώρες που ακροβατούν. Γαλήνη που ακροβατεί στο απύθμενο του νου. Και ύστερα οι αρχαίοι απορούν. Πως το καινούργιο επιμένει να ξανάρχεται σα παλιός γνώριμος. Σκαρφαλώνεις στους μύθους όταν δεν έχεις που αλλού να περπατήσεις. Σκαρφαλώνεις στο ‘’είναι’’ όταν έχουν χαθεί οι σέρτικοι καπνοί του ‘’ μη είναι’’. Πρόσφορο στη χαρά, το άγγιγμα. Το μοίρασμα έστω και ενός ψίχουλου καθημερινότητας είναι η γέννηση του ονείρου. Η γέννηση είναι από μόνη της εκπλήρωση. Ενός ‘’όλου’’  που μοιράστηκε στα επιμέρους τμήματά του και δόθηκε στη ψυχή. Το πέρας του απείρου. Το πέρας του δρόμου. Το δέλεαρ του Έρωντα στο καταμεσήμερο της σιωπής. Που φλυαρεί. Και ένα θρόισμα της ύπαρξης, να το χα’ι’δεύει. Τατουάζ ανεξίτηλο στον ώμο της νύχτας, το φως. Το μειδίαμα ενός πόνου που χάνεται στην ηδυπαθή αγκαλιά του γαλάζιου, στο χάδι του Άνεμου. Τα βήματα συντονίζονται με τους χτύπους της καρδιάς του φωτός. Που ακροβατεί στο μυστικό Έαρ. Που δεν θέλεις κανείς να μάθει ότι είναι δικό σου. Ότι αναδύθηκες από τις αβύσσους και περιπλανιέσαι. Στις ευχές σου. Που φοβόσουν να τις επικαλεστείς. Όταν ήσουν στο βαθύ άλικο. Που χάνονταν στο γαλάζιο. Που χάνονταν μέσα στην λαμπρότητα ενός νιογέννητου κβάζαρ. Τόσο φωτεινού, όσο το τέλος, πριν σβήσει. Κι απομείνει μόνο η σκοτεινή αδερφή του φωτός. Η νύχτα που περιπλανιέται κάτι νιογέννητα καλοκαίρια. Αναζητώντας τους θεούς. Αναζητώντας τους δαίμονες. Αναζητώντας την ευχή. Βλέμμα που σκοτώνεται στα πέρατα. Βλέμμα που σκοτώνεται, για να δεις καλύτερα. Κι η σιωπή ακροβατεί στο ηδύ και στο ατελεύτητο. Μια έφηβη σιωπή που ερωτεύεται τις θύελλες. Που βγαίνουν στο χαμόγελο των αβύσσων. Στους ναούς που βρίσκονται σε χέρια βαρβαρικά. Κάθε που νυχτώνει. Κάθε που χάνεσαι. Στο δικό σου μυστικό Έαρ.