Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Η ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΑ ΩΡΑ

Η ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΑ ΩΡΑ

Μιά περιπλανόμενη νοσταλγία. Νότες απο μεταλλικό δάκρυ. Πάνω στις ρυτίδες της σκληροτράχηλης θύμησης. Εικόνες απο παλιές αυλές με γιασεμί και γαζία, μέσα στις γλάστρες του τότε, του τώρα, του πάντα. Του μετά. Που επανέρχεται με το αιματοβαμμένο πέπλο, σκοτωμένων απουσιών. Μιά επιμένουσα περιπλάνηση μέσα στο κρύο πέρας του χρόνου. Και μετά η ανακούφηση. Η σιγουριά της διάγνωσης. Είπες ειναι ''αυτό''. Και η συνειδητοποίηση έφερε την καθαρση. Και επέστρεψε το κρυστάλλινο. Ως μυστικός καταράκτης. Γεμάτος λογής λογής ξωτικά και νεράιδες. Κι οι λογισμοί, δροσοσταλίδες. Πάνω στην πάχνη του νιογέννητου τώρα. Ως αυγή στο πρώτο σκίρτημά της. Ως ιερέας σε μυστικό Ασκληπιείο. Που σ' έβαλε να κοιμηθείς. Για να ονειρευτείς την ίασή σου. Και να είσαι θεραπευμένος οταν ενσυνείδητος πάλι, χαμογελάσεις στην ευχή του ουρανού. Καθώς αυτή θα σου χα'ι'δεύει την πληγή σου. Τη θύμησή σου. Τη συνειδητοποίηση της μάχης που πέρασε. Της μάχης που έρχεται. Γεννιοφόρο σύννεφο με μακριά σγουρή κατάμαυρη γενιάδα, το σκοτάδι που φεύγει. Κι οι ηλιαχτίδες κοιτούν περιπεκτικά και παιχνιδιάρικα τις δικές σου αγωνίες. Γιατί φώτισαν το σκοτάδι σου. Και στέγνωσαν το αίμα της αιώνιας απουσίας. Άλικος Ιβήσκος στις όχθες της Αχερουσίας. Κι ένας Γανημίδης πόνος, αιώνια νέος λες. Και ύστερα το χάδι της Ασκληπιάδας ώρας. Της Ασκληπιάδας συνειδητοποίησης. Το ιαματικό χάδι. Ενός περιπλανόμενου γητευτή υπόγειων πηγών. Που βλέπει εκεί που οι άλλοι δεν μπορούν. Που αγγίζει αυτό που δεν θ' αφηνες ν' αγγιχτεί. Ό τι πέρασε δε γυρνά. Και αυτό που έρχεται ειναι αυτό που εσυ καλλείς να' ρθει.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

ΥΠΟΒΟΣΚΟΥΣΑ ΕΛΕΓΕΙΑ

ΥΠΟΒΟΣΚΟΥΣΑ ΕΛΕΓΕΙΑ

Πολεμιστής , γεμάτος χρώματα, περπατά σε μιά λιθόστρωτη γαλήνη. Και μιά νεράιδα, άφησε την κορδέλα της, γεμάτη νιφάδες, πάνω σε μιά γιορτή επερχόμενη. Και δυό γηραιές ιέρειες του Απόλλωνα, φόρεσαν το άλικο για πέδιλα. Για να φτάσουν γρήγορα, σε μια υποβόσκουσα ελεγεία. Η Δόμνα- Τύχη, έχει ένα αινιγματικό μειδίαμα. Κρυμμένο κάτω απο τον χειμερινό της μανδύα. Και το σκότος φόρεσε ένα γαλάζιο πέπλο, εφήβου που πορεύτηκε στη φωτιά. Και τώρα ξεκουράζεται μέσα στο όνειρο. Για μελλοντικές κατακτήσεις, παραμυθένιων κονκισταδόρων. Μέσα στις καρδιές επαναστατών, που πίνουν μάτε σε μιά ανάπαυλα απο το λιοπύρι. Νότες που σου δίνουν το χάδι. Το ιαματικό χάδι της επανάστασης της αυγής. Καθώς ο Ιβήκος ξεκουράζεται κάτω απο τα φτερά του Ίκαρου. Με έναν μύθο παρόντα. Που σβύνει κάθε απουσία. Πολύχρωμες παράλληλες γραμμές, οι ανάσες των Ερώντων. Που ακροβατούν στην αθιβολή. Και σε μιά επιθυμία χειροποίητη. Ως διακόνημα ασκητή. Με μιά γαλήνια λεπτομέρεια. Πάνω σε ξύλο σμιλεμένου δρύ, απο την αλμύρα του βλέμματος. Η σιωπή, δεν είναι κοφτερή λεπίδα πιά. Είναι κοπίδι που χαράσει θεούς, πάνω σ' ένα ιαματικό χάδι. Και το γαλάζιο, νιογέννητο. Μέσα στο μετά του σκοταδιού. Του έναστρου σκοταδιού του εντός. Χθόνιο βλέμμα που κοιτά κατάματα το φως. Γυμνό βλέμμα. Χωρίς την αλμύρα της πληγής. Καθαρό ως Δροσουλίτης, πάνω σε πολεμίστρες κάστρου μυστικού. Και μια δύναμη, κουτσή απο μάχη, στις όχθες του Αχέροντα. Ντυμένης, με χρωματα παραλλαγής, μιάς γαλήνης έφιππης. Πάνω στη κοφτερή γοητεία του θνητού. Ένα ξεγελασμένο αιώνιο. Στη θαλπωρή χαδιου αναπάντεχου. Στις εσχατιές των πληγών της αθιβολής και των Ερινύων. Οι Έρωντες ανταλλάσουν ανάσες με ανεπίτρεπτες ευτυχίες. Και το χθόνιο αναρωτιέται. Για το βέβηλο μειδίαμα που σκοτώνει το σκότος. Μιά ατέρμονη ανάσταση , η απόφαση του ταξιδιού. Σε διαδρομές οικείες μα τόσο καινούργιες κάθε φορά. Το ταξίδι, το φτιάχνουν οι μεταμορφώσεις του ταξιδευτή. Όσο πιο πολλές μεταμορφώσεις, τόσο πιο κοντά στην αναζήτηση. Τόσο πιο κοντά στη λύση. Τόσο πιο κοντά στη αυγή. Οι μεταμορφώσεις ως αέναη εξέλιξη. Ως νέοι συνδυασμοί, γεννημένοι στους δαιδάλους δρόμους του νου. Ως καθαρτήρια νίψη στα κρυστάλλινα νερά του αιθέριου. Χάδι του ανέμου στα μαλλιά αναδυόμενης Νηρηίδας. Άλικη νιφάδα που αιωρήται, πάνω στον καφέ του τώρα, λέγοντας τα επερχόμενα. Το χάδι. Μύστης που διαβάζει πάνω στον βωμό τα σπλάχνα της υποβόσκουσας ελεγείας σου.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΧΟΡΔΩΝ

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΧΟΡΔΩΝ

Μελωδία που υψώνεται. Ως χορδές τεντωμένες. Στα χέρια βετεράνου μουσικού. Παλε'υουν και πάλλονται, φτιάχνοντας πρότυπες συγχορδίες. Και η ταλάντωσή τους, μοιάζει με ρίγος κορμιού γυμνού στον Βοριά. Πάνω του, τα σημάδια της θύελλας. Ανεξίτηλα στολίδια του μετά. Μουσικές κρυφές που τις ξέρουν μόνο οι Μύστες. Και τις διαβάζουν στις ανάγλυφες πλάκες στους δρόμους του κρυμμένου χαδιού. Που αχνοφέγγει στο πρώτο πέταγμα του αγγίγματος. Που βρίσκεται παντού. Καλυμμένο απο το πολύχρωμο υφαντό που γνέθει το λιόγερμα. Οι χορδές ταλαντώνονται ως συσπάσεις απο έντονη αλμύρα. Σε κόγχες μυστικές, πάνω σε πρόσωπα- οπτασίες, πίσω τους καπνούς της μισοσβυσμένης γόπας, της μέρας, που είναι ήδη στο '' μετά''. Καφές ζεστός σ' ένα αμφιθυμικό χειμωνιάτικο απόγευμα, που μοιάζει περισσότερο με την αρχή της Ανοιξης. Οι Έρωντες μπερδεύτηκαν και τα χελιδόνια δεν έχουν φύγει ακόμη. Και μιά θύμηση, - πλούσιος ζητιάνος της απουσίας. Που αντί να ζητά, δίνει δώρα απλόχερα. Κύκλοι ακουμπισμένοι σ' ένα δένδρο γεμάτο κατακκόκινα, ψεύτικα άνθη. Ως το πληγωμένο χαμόγελο ιέρειας της Κυπρίδας. Σε μιά γωνιά του άλικου η ταλάντωση επανέρχεται. Όπως αναπηδά πάτωμα ξύλινο απο τα ζάλα χορευτών- πολεμιστών. Που ρυθμικά αναπηδούν στο χαμόγελο της φωτιάς. Μιά μουτζούρα στο άλικο, το σκοτάδι. Που ακροβατεί πάνω στο χορό των χορδών. Λυράρη χαμένου στην ομίχλη ματιάς θολωμένης απο την αλμύρα. Την ξαφνική αλμύρα απο μακρινά κύμματα που στεφανώνουν τους φάρους του ''πέρα''. Φυσαλίδες που αναπηδούν απο αναβράζουσες ώρες. Σ' ένα '' είναι'' που κοχλάζει. Ως χύτρα γιαγιάς χαμένης στα δέση του Αχέροντα. Ως μιά τσιγγάνα θύμηση στα μακριά μαλλιά έφιππης Αμαζόνας. Τόσες μεταμορφώσεις έχει η στιγμή. Τόσες ταλαντώσεις οι χορδές του τώρα. Κι ο αιθέρας, αναστενάρης πάνω στα κάρβουνα του πόθου. Που επιθυμεί να μην μείνει στα τετριμμένα του. Αλλά να γίνει χειροπιαστή παρουσία. Ένα βήμα απέχει το '' άλλο''. Το διαφορετικό, το καινούργιο. Ένα βήμα πάνω απο την άβυσσο. Το σκοτάδι αναρωτιέται αν θα το κάνεις. Το φως όμως είναι σίγουρο και σου λέει ταλαντώσου. Ως οι χορδές του σύμπαντος στον μυστικό χορό τους. Ως ιαχές επι τα εκτός των εριγμένων. Που σε καλούν σ' ένα ξυπόλιτο χορό, πάνω στα κάρβουνα τα αναμμένα του λυκόφωτός σου. Σε καλεί να χορέψεις τη λύση. Των δεσμών και των ερωτημάτων. Στα οποία αναβάλλεις την απάντηση. Αμέσως και επι τόπου. Κουλουράκι το άπειρο, που το ροκανίζουν Έρωντες αφηρημένοι. Λέγοντάς σου, ''να χαίρεσαι την ομορφιά σου ''.


Ο ΧΡΗΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ

Ο ΧΡΗΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ

Σε καιρούς σκοτεινούς, εκεί που το σκοτάδι απλώνεται, ο ανθός της αυγής θεωρεί καθήκον του ν' ανθίσει. Σε καιρούς σκοτεινούς, εκεί που ο μαύρος χιτώνας μιάς ευριπιάδας τραγωδίας απλώνεται, ο ποιητής θεωρεί καθήκον του να φέρει την κάθαρση. Σε καιρούς σκοτεινούς, εκεί που σύνεφα βαριά σκεπάζουν τις ψυχές, η γερακίνα ανοίγει τα φτερά της σιγοτργουδόντας. Και κάθεται πάνω στη ράβδο του μύστη. Που θεωρεί χρέος του να φτιάξειτους πολεμιστές του φωτός. Εκεί που το αδιέξοδο απο άρχοντες σκοτεινούς. Και γράφονται πάνω σε όστρακα τα ονόματα των Εφιαλτών και των Ερινύων. Για να ταεξοστρακίσουν μετά οι πολίτες μιάς ''πλατωνικής'' πολιτείας, που ίσως έφτασε η στιγμή να μάθουν και το δικό τους όνομα. Το να πας σε άλλους τόπυς δεν είναι λύση, όταν οι σκιές σ' έχουν στοιχειώσει. Καθώς οι χρησμοί λέγονται ακόμη. Πιό ακατάληπτοι απο τους παλιούς καιρούς. Τότε κάλυψε τα νώτα του συμπολεμιστή σου υψώνοντας την ασπίδα πάνω απο τον ώμο. Υψώνοντας τη μάχη πάνω απο τον ώμο. Για να μπορέσεις να δεις τις κινήσεις που θα φέρουν την εκπλήρωση του δικαίου. Του αγαθού. Του φωτός. Πολλές φλόγες μόνες όταν ενωθούν φτιάχνουν μιά μεγάλη φωτιά. Που θα καθάρει τα νέφη. Που θα καθάρει το σκότος. Που θα καθάρει τις σκιές που σε στοιχειώνουν. Επι τα εντός αρχίζει η μάχη. Πρώτα απ' όλα. Και πάνω απ' όλα. Θυσίασε τον συνήθη τρόπο του σκέπτεσθαι στη φρεσκάδα του φωτός. Μη ξεχνάς το θυμίαμα. Το μυστικό μύρο του ακατάληπτου. Που σε περιμένει να το κατανοήσεις. Να καταλάβεις τον χρησμό. Και μετά να φτιάξεις το δικό σου μονοπάτι. Που οδηγεί στον μεγάλο δρόμο. Εκεί που θα ενωθείς με την συντροφικότητα. Εκεί που θα πάρει μορφή ο αγώνας των ποιητών. Ο χρησμός των ποιητών. Ποιώ σημαίνει κάνω χειροπιαστή τη σκέψη μου. Κάνω χειροπιαστό το εντός. Έτσι το εντός μπορεί ν' αλλάξει το έξω. Έχοντας την καθαρότητα του λύκου. Έχοντας την τρυφερότητα της λύκαινας. Το ''μετά'' σημαίνει μαζί ξέρεις. Γίνε ένα με το πολύβουο γέλιο των συμπορευτών σου. Που φέρνει την κάθαρση στη κορύφωση του χορικού. Έτσι το φως έρχεται καβαλάρης αρχάγγελος με απλωμένα φτερά. Φορόντας όλη του την αρματωσιά. Έτοιμος να νικήσει το σκότος. Γίνε μέρος χορού κυκλικού. Πολεμικού και ερωτικού συνάμα. Σε ρυθμούς γρήγορους και εκστατικούς. Που θα οδηγήσουν σε μιά δομινικοθεοτοκοπουλική ανάταση. Πάνω απο το σύνηθες. Πάνω απο τους σκοτεινούς καιρούς. Το βλέμμα θεωρεί καθήκον του να ελευθερωθείστην απεραντοσύνη. Να βρεί το γαλάζιο μέσα στο άλικο. Να γίνει ξεκίνημα. Να γίνει καινούργιο. Το βλέμμα θεωρεί καθήκον του να φτιάξει τον δικό του χρησμό. Πέρα απο το ακατάληπτο της χαμένης ιέρειας. Στη πάχνη των σκιών σου.

ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΧΑΔΙ

ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΧΑΔΙ

Ένας καφές που έρχεται απο μακρινές ακτές, ξεγελόντας τα κύμματα. Μελάνι δώρο απο ένα σπασμένο χάδι. Που όμως αψηφά τις απουσίες. Ως κόκκινο μέσα στο σκοτάδι. Ως κόκκινη φωτιά, μέσα στο σκοτάδι. Σύντροφοι που χάθηκαν, πέρα πο μαγικούς φάρους. Και ένα περιπλανόμενο άρωμα, αγνώστου προελεύσεως, οι μελλοντικές παρουσίες. Περιπατητής βιαστικός η σκέψη, μέσα σε μιά ακατέργαστη βροχή. Που πέφτει άτσαλα καθώε υποκύπτει στην ανάσα των ανέμων. Εκείνων που φυσούν, δίχως να νοιάζονται για τις αθιβολιές που πέρνουν μαζί τους. Σε χώρες που φοβούνται το φως. Ως δορατα σπασμένα πάνω σε χαμένες αγάπες. Που περιπλανόνται μονάχες, κάτω απο ένα σκοτεινό σύνεφο απο τα βέλη άγνωστων Ερώντων. Που ακροβατούν σε ημικύκλιες τροχιές, φοβούμενοι την επανάληψη. Που χάθηκε μέσα στη γνώση εμπειριών του σκοταδιού. Ως παλιά ρεμπέτισσα κυκλωμένη απο καπνούς και μουσικές που υμνούν κάθε σπασμένο χάδι. Που εσύ κρυφακούς πίσω απο έναν φράχτη απο γιασεμιά, πεσμένα ως σωρός απο νεκρούς καταχτητές μπροστά απο Θερμοπύλες που ακόμα αντέχουν. Στο βλέμμα περιπλανόμενων ποιητών μέσα στα βρόχινα πέπλα της αθιβολής. Της σιωπής. Μιάς ξεγελασμένης σιωπής. Απο μουσικές ξένες σε οικείους τόπυς. Σε οικείες σκέψεις. Σε οικείες μοναχικότητες, ατέρμονων διαδρομών. Μέσα στην τόσο οικεία ξένη παρουσία. Του ''τώρα'' που περιμένη να γίνει επιτέλους τώρα. Ως το ζεστό βλέμμα του συνεφιασμένου ουρανού του είναι. Που βρέχει δημιουργία. Κύκλοι σιωπής που ενώνονται. Φτιάχνοντας το άπειρο. Καθώς ο καπνός του τσιγάρου φέρνει αλμύρα στο βλέμμα. Ένας και μόνος θεατής σε παράσταση αυτοσχεδιασμού. Κατατροπόνοντας τα αδιέξοδα με ένα αιρετικό μειδίαμα. Καλύπτοντας μια περαστική γηραιά αιωνιότητα. Καθώς πλησιάζει το σύνεφο απο τα βέλη. Και 'συ υψώνεις την ασπ'ιδα σου. Το σπασμένο ιαματικό χάδι του εφήμερου. Ως σπασμένη απουσία.