Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΠΕΙΡΑΤΙΚΗ ΜΕΛΩΔΙΑ

ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΠΕΙΡΑΤΙΚΗ ΜΕΛΩΔΙΑ

Ο πόνος σβύνει. Με το νοιάξιμο για τον πονο του άλλου και τις δικές του πληγές. Απο τις δικές του ατέρμονες μάχες. Στο δυσβατο δρόμο της δικής του φωτιάς. Ενα λυκόφως – μεθυσμένο τραγούδι. Που μιλά για μακρινές Πρωτομαγιές μέσα στο θάνατο του φθινοπώρου. Ισως οι φωνές που περιμένεις να έχουν χαθεί, σε μιά ομιχλώδη ηχώ. Καθώς η μέρα πέρνει την τελευταία ανάσα της. Καθώς το σκοτάδι αναδύεται απο τα τρίσβαθα της αθιβολής σου. Και ύστερα, μιά τσιγγάνα λύπη, που όλο περιπλανιέταιμέσα στη πάχνη της ψυχής σου, ανασηκώνει τη ποδιά της. Και τη γεμίζει με καρύδια, μέλι και κανέλα. Σε ξεχασμένες μυρωδιές, χρόνων μακρινών. Που περπατάς ολημερίς, να τους φτάσεις. Για να νοιώσεις ξανά. Τις αγκαλιές που χάθηκαν στην πάχνη. Και 'συ, δίχως πανωφόρι, να ξεπαγιάζεις στη σιωπή. Ισως μετά, οταν γυρίσουν οι καιροί και ξεχαστούν οι χρόνοι, να σταματήσει να τρίζει το βήμα σου. Καθώς το βλέμμα σου κοιτά μέσα απο το πειρατικό σου μάτι. Που βλέπει οτι φαντάζεται. Που σε ταξιδεύει. Μα εσυ, θέλεις να πάρεις τις αποστάσεις σου απο τη τσιγγάνα αθιβολή. Μα αυτή επανέρχεται. Σα μουσική σε παλιό γραμόφωνο, που κόλησε η βελόνα και επαναλαμβάνει τη μελωδία, σχεδόν επιταχτικά. Αυτή τη πειρατική μελωδία. Με ένα θιαμπόλι, να σε αρπάζει απο το σπήλιο που είχες βρει καταφύγιο. Μιά μέρα που είχε θύελλα. Για να γλύψεις τις πληγές σου. Λύκος βρεγμένος ο καιρός σου. Και ύστερα απο το μετά του πόνου σου, η σιωπή του ψιχαλίσματος. Να καλύπτει τη σκέψη σου. Ενα αμφίβολο άγγιγμα. Περαστικό αδιάκριτο βλέμμα, που σε ξαφνιάζει η ζεσστασιά του. Τότε που άνοιξε η καρδιά, ηταν η σιωπ΄αιτία. Και είδες τις διπλανές σου πληγές. Μέσα απο την ομίχλη σου. Και άρχισες το ψιθύρισμα. Μια παλιά πειρατική μελωδία. Βότανο- νανούρισμα του διπλανού σου πόνου. Άκουσες τότε ανάσα μικρή. Που σε ευγνωμονούσε. Για το περαστικό σου άγγιγμα. Στο πόνο τον ξένο. Που ήταν και δικός σου πόνος. Όταν γυρίζεις, είναι, πάντα , όλα εκεί.

ΚΑΘΑΡΣΗ

ΚΑΘΑΡΣΗ

Ο Έρωντας που ξαγρυπνά. Πάνω απο τις σκιές του. Καθώς η νύχτα κάπνισε και τονντελευταίο τσιγάρο της. Και τώρα είναι χαμένη. Μέσα σε περασμένους καπνούς. Μέσα σε περασμένες ομίχλες. Καθώς οι ρυθμοί αυτοσχεδιάζουν. Στης σιωπής τα δώματα. Τα όνειρα είναι ακριβά όταν ξαγρυπνάς. Και τ' αγνοείς. Προτειμόντας τις βακχικές ηδονές μια΄ς αδιαμβησβήτητης αλήθειας. Που είναι ντυμένη με το απέριττο των πληγών σου. Των χαμένων στη πάχνη. Μέσα στο αχνοφέγγισμα. Μέσα σ' ενα εφήμερο άγγιγμα. Καθώς οι καιροί γυρνούν γυμνοί και κυνικά μεταμφιεσμένοι. Με το γέλιο του αρχαίου υποκριτή, που είναι φτιασιδωμένος με τα αρχέγονα πάθη. Που θες να τα ξέρεις μόνο ως θέμα του ''επίσταμαι''. Μα η σιωπή είναι εκεί. Πιο πολύβουη απο ποτέ. Μοναδικός συντροφος, μαζί με τις σκιές. Που φτιάχνει ο καπνός του τσιγάρου σου πάνω στο λευκό. Της απουσίας. Κραυγή το πορφυρό μέσα στο εκκωφαντικό γαλάζιο. Μεταμφιεσμένη γαλήνη. Ακίνητα κύμματα. Και 'συ, μοναχικό κα'ί'κι. Που το πήραν χίλιοι άνεμοι. Χίλιες σκέψεις. Και χίλιοι ασκιανοί. Και ο ρυθμός έγινε πιο γρήγορος τώρα. Ο Μύστης ανακοινώνει την έλευση των καιρών. Του σκοταδιού. Και της μεθυσμένης επανάστασης. Που προτειμά να χάνεται στις αγκαλιές τις δάφνινες απο φθαρμένα λούσα. Ο πρωταγωνιστής εμφανίζεται πάντα τελευταίος. Αμέσως μετά την κάθαρση. Και υποκλίνεται. Αλλά δεν βγάζει τα φτιασίδια του. Για να μη φανεί η προαιώνια κραυγή, που λούζεται στην αληθινή αλμύρα των πληγών του. Προέχει η παράσταση στο θέατρο των σκιών σου. Τα φτιασίδια πέρνουν πάντα το πιο θερμό χειροκρότημα. Και ύστερα κλείνουν τα φώτα. Και σβύνουν οι δαυλοί. Και απομένει το αχνοφέγγισμα. Στάχτη που πέφτει ανέμελα, απο το μισοσβυσμένο τσιγάρο της σιωπής σου. Μιλάμε για το εφήμερο και υπάρχει το πάντα. Ταξιδιάρικες φωνές σε νυσταγμένους σταθμούς. Μεταμεσονύχτιες διαδρομές χαμένες στην αγρύπνια. Οι πεθαμένοι θεοί θρηνούν. Πάνω στα συντρίμια βεβηλωμένων βωμών. Κι είναι ο Έρωντας πάλι που επανέρχεται. Μέσα απο τις καμένες σκιές σου. Τις καμένες αθιβολές σου. Κι είναι, το ελαφρως ειρωνικό του μειδίαμα, το νάμα. Που το πίνεις μιά κι έξω. Για να ξεχάσεις. Για να νοιώσεις καθαρός. Μετά την κορύφωση επέρχεται η λήση. Με το σπαθί του αρχάγγελου. Που, σκοτεινός, ανοίγει τα φτερά του. Κι η Αιωνία, είναι η ηδονή του εφήμερου. Το κατανοείς. Οταν επέρχεται η συνειδητοποίηση οτι πορεύεσαι γυμνός, μέσα στην άπειρη πάχνη της αυγής. Αρχαίος δραματουργός που προβληματίζεται. Οταν γίνεται η έκρηξη, ανοίγουν όλοι οι δρόμοι. Δαιδαλώδεις και οφιοειδείς. Δέχτηκες επιτέλους τη σιωπή. Σα παλιό ραδιοφωνάκι. Του μεσοπολέμου. Να παίζει μονάχο, ρυθμούς γρήγορους και νωχελικούς, μέσα σ' ενα αδειο δωμάτιο. Απο φυσικές παρουσίες. Μα γεμάτο απο τις αθιβολές του λυκόφωτος. Γυμνή γαλήνη. Ο κορυφαίος του χορού υποκλίνεται. Αυλαία. Τελευταία αυλαία. Κάθαρση.