Εκεί στην
άκρα της ρωγμής , στο τίποτα , στο κάτι , θανε καλπάσω φλόγα μου με τ’ άλικό
σου άτι.
Κι ανε
χαθείς κι ανε χαθώ σε βρίσκω στο χαμό σου, ένα ψιθύρισμα φωτιά , ανάσα στο
λαιμό σου.
Και ύστερα
το τίποτα και ύστερα το ‘’όλα’’, τ’ άλικο αναδύεται στου γαλανού τη κόλα.
‘Ένα λευκό
ωσάν το φως , σκληρό και χάδι αντάμα , ειν’ αητός που χάθηκε , ειν’ αμαζόνας
τάμα.
Είναι
τσιγγάνα θάλασσα που λικνιστά χορεύει , κύμα που φεύγει κι έρχεται κι ερωτικά
αγριεύει .
Στερέωσε τη
φούστα της μ’ αστέρια στις λαγόνες , η νύχτα και γελά κρυφά , σαρκάζει τους
τυφώνες .
Δε μ’
άγγιξες , δε σ’ άγγιξα , μα είμαστε δυό φλόγες , που στροβιλίζονταν κρυφά στης
σιωπής τις ρόγες.
Έσκυψες και
ανάσανες στην άκρα του λαιμού μου, χωρίς μιλιά , μόνο φωτιά , ρωγμή του λογισμού
μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου