Ο στεναγμός οσο βαρύς , οσο βαθύς και να ‘ ναι , πόνου ανάσα ξεψυχά , καημών απου περνάνε.
Χάδι , κλαδί της ξαστεριάς , μαχαίρι εισαι πάχνης , κόβεις στα δυό τη μοναξιά στους ασκιανους που ψάχνεις .
Του σκοταφιού εμήνησα να στέκει μακριά σου και να μην στέλνει ασκιανούς μεσα στην αγκαλιά σου.
Δεν εχει ταέλος η νυχτιά , δεν εχει η μέρα άκρη κι ειν ‘ η ματιά σου απανεμιά στου στεναγμού το δάκρυ.
Μπαχάρι φρεσκοέτριψα να ρίξω στις στιγμές σου , να γίνουν κρασοκαυτερές οι νύχτες κι οι αυγές σου.
Πάνω στις πολεμίστρες τους σε κρεμαστά καστέλια , βγηκε ανθός της χαραυγής στου γέλιου σου τα τέλια.
Οι ρίζες μου είναι βαθιά , πολλά βαθιά στο χώμα , γι ‘ αυτό και τις ποτίζουνε οσοι ειν ‘ στον Αδη , ακόμα.
Ομιχλη γιάντα κρυβεις μου τους δρόμους να γνωρίσω , κόσμους κρυφους κι ότι ηξερα στο δείλι να χαρίσω .
Θέλω να μάθω , να ρωτώ , να ψάχνω και να βρίσκω , σε μακρινούς αστερισμούς , ας πάω και με ρίσκο.
Εδώ εβγήκε δυνατός ηλιος το μεσημέρι και ‘ συ μου λέγεις ψάχνεις ‘ με κρατώντας καντηλέρι.
Ηντα θαρρείς ; πως δε μπορώ τιμόνι να κρατήσω ; άνεμε , κι αν με έκανες φουρτούνες να μετρήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου