Με θύμηση σιωπηλη σα σερτικο τσιγάρο , μεθά η νύχτα τ’ ονειρο και γω θα
το φουμάρω.
Δε θα ρωτησω αν νικηθω (γ)ή αν σαφή νικήσω , παντοτε επολέμαγα , παλι θα
πολεμήσω.
Οντε ανθρώπου ο ανθρωπος ψυχή θα αποκτήσει , τοτε και γη και ουρανό
μπορει νατ ακινήσει .
Δεν εχει η νύχτα δάκρυα μα της βροχής τις στάλες , χορευουνε ξυπολητες ,
μεσ’ της ψυχης τις σκάλες.
Για μια στιγμή μια αστραπή κανει τη πέτρα αμμο , σκιές που θρυματιζονται
, γόπα που σβύνω χάμω.
Χαμένος αγγελος το φως απού περιπλανάται , στους ασκιανούς και τραγουδά
στ’ ονειρο που κοιμάται.
Ηντα θαρρεις μπρε ζήση μου ; πως θα σκιαχτώ ; πλανάσαι ..
Θε να σου δωσω εγω μαθες , μύθους ν ‘ ανιστοράσαι.
(ανιστοράσαι :
διηγησαι)
Ότι ποτέ δε ξέχασες θα πει πως είναι αλήθεια , κρυφες φωτιές που φώλιασαν
σε πονεμένα στήθια .
Οντε θα σβύσει μιαν αυγη , άλλη σαφή γεννιεται , το χάραμα του ερωντα
δυσκολα λησμονιεται.
Ζήλεψ’ η νυχτα της βροχης τις λικνιστες λαγώνες , την εκλεισε μεσα στο
νου , στης σκεψης τους αυλώνες.
Είναι η μερα που περνά και μια ουλή του χρόνου ,μοιάζει χορδή που τργουδά
τη γέννα ανθρώπου μόνου .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου