Ειν ‘ η ζωη κρυγιο’ νερο , να πιω να ξεδιψασω , κι οντ’
αποπιω και δροσιστω , στο φως τσ’ αυγης να φτασω.
Είναι παραξενοι οι καιροι σα βγαινουν απ’ το δρομο , απου
εχαραξ ‘ η καρδια κι απ το δικο της νομο.
Αξια εχει λευτερα μονο να συλλογασαι , σε δυσκολους και
σκοτεινους καιρους, να μη κοιμασαι.
Ανταρτισσα είναι η ψυχη μα δε το μετανιωνω , παλευει μ ‘
ολους τους καιρους κι αντεχει και τον πονο.
Γιασεμι μου , οντε πλυθεις και χτενιστεις στου ηλιου το
κατωφλι , χαιρετ ‘ ο νους μου , σα πουλι , π ‘ εσπασ’ εδα το τσοφλι.
Χορευω ζαλα της βροχης , κρατω ‘σε απ ‘ τον ωμο κι η σκεψη
μου ειν ‘ ομαδι σου , στου φεγγαριου το δρομο.
Αναμαζωνω τον θυμο μα οντε τον αφησω , μπορα θα φερει ,
κεραυνους , φωτια που δε θα σβυσω.
Δακρυ που κρυβεσαι στο φως και βγαινεις οντε βρεχει , σταλα
να μοιαζεις του νοτια , κανεις να μη
κατεχει.
Δεν ημπορει το αδικο , το δικιο να προσβαλλει , αγριμι που
πληγωνεται , δεν σκυβει το κεφαλι.
Αν ξεραθει η θαλασσα κι ο ηλιος οντε σβυσει , στου νου μου
τις πανεμιες , η αγαπη θα ‘ χει δυσει .
Ωσαν τον ηλιο , ξαφνικα , σταλες απου τον σβυνουν , αγαπες
απου εφυγαν , πονο γλυκο αφηνουν.
Πονω μα πισω δε γυρνω , σου στεναγμου τη χωρα, τη πορτα της
αγαπης μου , κλεινω και φευγω , τωρα.
Λενε τη πετρα τη σκληρη , κρυγιο νερο τη λιωνει , μα τη
καρδια που πετρωσε , δακρυ δε μαλακωνει.
Γκρεμος ανοιγετ ‘ απ ‘ τη μια , αβυσσος απ’ την άλλη και ‘γω
στην ακρη του γκρεμου , τα’ αβυσσου την αγκαλη.
Εχω φωτια μεσα στο νου , φωτια και στη καρδια μου , δε θα
στο δειξω κι ας πονω, το δακρυ, στη ματια μου.
Εναι μεγαλη η θαλασσα , μα θα τη ταξιδεψω , απ’ τα’ ονειρο
την ομορφια , μια μερα θα τη κλεψω.
Είναι μεγαλος ο καημος και πώς να τον μερεψω , να βρω του
πονου τη πηγη , σαφη να τη στερεψω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου