Ποιος ρωτησε μου τη καρδιά πονο πως νταγιαντίζει , πως τ’ αναβόλεμα
θωρρει στο δακρυ , μα πορίζει.
(νταγιαντίζει : αντεχει. Αναβόλεμα : ανηφορα. Ποριζει: προχωρά).
Κι αν με ρωτάς φεγγάρι μου απου ‘ σαι ‘εδά γερμένο ,δε θα πονώ κι αν
κατεχα ηντα ‘ ναι το γραμμενο.
Σα του παλιού του καφενέ τις μυρωδιές μου μοιάζεις , ζωή μου , πονο ,
θύμησες και γέλιο που ταιριάζεις.
Κι όπως τελειώνει μια εποχή και άλλη ανατέλει , τσιγάρο αναβει η καρδιά ,
λευτερη να ‘ ναι θέλει.
Μια αγκαλιά ο λογισμός κι η ανάσα συντροφιά του , της νύχτας σέρτικος
καπνός γδύνεται τη σκιά του.
Χώμα από τις θύμησες και δάκρυ θα μαζέψω , κούπα θα κάνω του κημού σα ‘
ρθει να τον φιλέψω.
Λένε πολλοί το αγνωστο πως σιγουρο δεν είναι , λέει η δικιά μου η καρδιά
, άντε κι ότι εισαι γίνε.
Αγάπη της αγάπης μου και φως των ομαθιών μου , μην ειδες τη κρυφη πληγή
των χίλιων λογισμών μου ;
Οντε τα πάντ αθα χαθούν , σκόρπια θα ‘ ναι λιθάρια , καστρο
δρακοντοφύλακτο , τσ’ αγάπης σου τα χνάρια.
Υγρός νοτιάς μ ‘ αντάμωσε κι ηταν τα δακρυα του , της πούλιας θάνατος
μικρος , π ‘ εδυσε στον οντά του.
Η
μοιρα παιζει μπουλγαρί και γω την αφουγκρούμαι , μαυρη μουριά εγένησε πόνο π ‘
ανιστορούμαι .
(
αφουγκρούμαι :ακούω .ανιστορούμαι : διηγούμαι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου