Τη νυχτα την αντάμωσα , μου ζητησε τσιγάρο , ευχή μου δίνει τ’ ονειρο ,
να ξεγελώ το χάρο .
Δίνεις σοκάκι στο θεό , δρόμο για τη ψυχή σου , οντε εσυ κι αμοναχός
λυτρώνεις τη ζωή σου .
Του άνεμου χαραγματιά στο δάκρυ του λυγμού σου κι εγινε δυό κι έγινε τρις
, δρόμοι του λογισμού σου .
Θα φυγω ετσά σιωπηλά μεσ’ της αυγης τη πάχνη , δρόμοι ανοιγονται πολλοί
οντε η καρδιά τους ψάχνει .
Ο πόνος θελει να πονάς γι ‘ αυτό και κυκλους κάνει , σπάσε τους κύκλους
και θα δεις , αυτός στο τέλος χάνει .
Ορτσα , κόντρα στον άνεμο με τη καρδιά παντιέρα , θέση δεν εχουν λογισμοί
στης ζησης τη καλντέρα.
( καλντέρα : κοιλότητα που σχηματίζεται όταν υποχωρει τμήμα ενός
ηφαιστειακού κώνου)
Της σκέψης μου απανεμιά το χάδι της καρδιάς σου , υφάδι χιλιοπλούμιστο το
φως της αγκαλιας σου .
Δεν εχει λόγια η μιλιά σκέψεις σα ‘ νταμωθουνε , δύο ψυχες σε μια γροθιά
που δε θα νικηθούνε .
Οσους χτυπάει ο καιρος τους βρισκει αγκαλιασμένους , με τη φωτιά , σα
ποιητές σε χρόνους κολασμένους.
Οντε θα δεις τη χαραυγή να ‘ ναι συνεφιασμένη , θανε φυτρώσουν βότανα ,
σοδειά ευτυχισμένη .
Σβουρίζει
η νυχτα κι υστερα σκέψεις – κλωστές υφαίνει , πλέκει με τ’ άστρη φορεσιά , στο
νου που επιμένει .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου