Ότι έχουμε ,
ότι είμαστε , μιάς σιγαλιάς σταγόνα , μία ευχή ψιθυριστή στων λογισμών το γόνα.
Οντε η ρυτίδα
του θυμού , αμφιβολιάς σημάδι , θε να χαθεί , θε να σε βρώ , σ’ ενός καφέ το χάδι.
Θα γίνει φλόγα
ο μισεμός κι ο πάγος θε να λιώσει , φιλί , τσιγάρου ρουφηξιά , που η σιωπή θα νιώσει.
Κι οι σκέψεις
θε να φλυαρούν – κρυστάλινο ρυάκι , δρόμοι- Σειρήνες , σε καλούν , σπασμένη αυγή
, το διάκι.
Μια πεθυμιά ακροβατεί
σ’ ένα καπνό – χα’ι’νη κι είναι ο θυμός που καίγεται , γεύση γλυκιά αφήνει.
Κι ανοίγεις χίλιες
αγκαλιές στ’ ορίζοντα τα πλάτη , ορθός στη ράχη στέκεσαι στου λογισμού το άτι. Και
τρέχει αυτό στ’ αστερισμούς που έχεις σύντροφό σου , κρυφό σημάδι τ’ Ερωντα , στο
κόρφο το δικό σου.
Και παίρνεις
την απόφαση , λεύτερα να τ’ αφήσεις τ’ άνθη-πόθοι της σιωπής , τους φλόκους πια
να λύσεις. Να ξεχυθούν στον άνεμο , μαλλιά –οι ωκεανοί σου , που ‘ ναι μακρά σα
πεθυμιές , απλώσου , φως , κινήσου,
Κι ένα τραγούδι
που ‘ ν παλιό, απ’ έφηβο παιγμένο είναι οι ρυτίδες π’ άλλαξαν , ξαθέρι μαγεμένο.
Που λέγει σου , μη λησμονείς τσ’ ερήμους που διαβήκες , είναι αυτές που σου ‘ δωσαν
τους δρόμους που ανήκες.
Κι ειν’ ιαχή
,του καθενός ,τα ζάλα που χτυπούνε κι ειν’ δυνατά και ρυθμικά , τη σκόνη τη διαλούνε.
Συντεταγμένα
προχωρούν , με λάβαρο το βλέμμα , τ’ αυγερινού , που έκλεψες , απ’ των λυγμών το
έρμα.
Κρυφό του νου
ψιθύρισμα , σα ξεχασμένη ανάσα , δύτη , απου τον μάγεψαν , βυθού ψυχής , τα πάσα.