Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ Η ΑΝΑΣΑ

Σ' ένα βαλς στροβιλίζεται η νύχτα. Και είναι οι περιστροφές της, του ανέμου γητειά. Του Έρωντα γητειά. Είπες, είναι δύσκολες οι αποχρώσεις τ' ουρανού. Είπες, είναι δύσκολα τα ηχοχρώματα της θάλασσας. Ένα διάφανο, που γεμίζει το βυσσινί απο τα νύχια της ιέρειας. Που με μιά αδιόρατη διαύγεια πίσω απο τις ομίχλες της, ψιθυρίζει στη σιωπή. Και της λέει, λόγια άλικα. Γεμάτα απο φτερουγίσματα και ανάσες. Γεμάτα απο ρίζες βαθιές στα αόρατα. Αυτό το άγνωστο είναι η ομορφιά. Κρύβει μέσα του όλες τις προοπτικές και τις πιθανότητες. Ολα τα όνειρα. Στα πλήκτρα ενός πιάνου σε μιαν έφηβη σύνθεση. Είναι σα να ξυπνά πρίν το χάραμα. Και νιώθει. Και αφουγκράζεται. Το ''πέρα'', είναι αδράχτι. Και γνέθει. Με έναν ρυθμό γρήγορο. Που ανακουφίζει όλο το είναι. Που σου λέει οτι πέρασε η καταιγίδα. Κι ένας Αρχάγγελος με ανοιγμένα τα μαύρα φτερά του. Κρατώντας τη ρομφέα του, στο ένα χέρι. Και στο άλλο το άπειρο. Ένα διάφανο άπειρο. Που μέσα του βλέπεις τους κόσμους σου. Τα σύμπαντά σου. Ένα επικό ηχόχρωμα, γεμάτο απο το ασυνείδητό του. Που λέει οτι η παράσταση πρέπει να συνεχιστεί. Κι ας κρύβεσαι εσύ πίσω απ' τα δάκρυά σου. Σαν ένας καταράκτης, που τα νερά του απλώνονται, ως αυλαία, επί της σκηνής του ορίζοντα. Και το χάδι, ένας απο μηχανής θεός στο μινόρε σου. Επικίνδυνη γαλήνη. Που τη θέλεις και σ' ανακουφίζει. Αλλά αναρωτιέσαι. Ποιές φωτιές να κρύβει άραγε ; Κάποτε, ένας βράχος μέλανας, στάθηκε πάνω απο την ανάσα. Μα, αυτή ήταν πιο δυνατή, σαν το υδάτινο χάδι. Που ακούς το ψιθύρισμά του στο θάνατο του καλοκαιριού. Ύστερα η απλοχωριά του φωτός που ανασταίνεται. Στον αιώνιο κύκλο του. Στον αιώνιο κύκλο σου. Που στροβιλίζεται στο μύρο. Απο τα εξωτικά σου συναισθήματα. Απο τους δρόμους της Ανατολής. Εκεί που κρυβονται οι ποιητές. Χαμένοι στα φιλήδονα χείλη του εκλεκτού ομορφου εφηβου του Δία. Που τον κερδίζει πάντα ο Έρωντας όταν παίζουν ζάρια μαζί. Πάντα με δόλο. Ως είθισται να κάνουν οι Έρωντες. Και που εύχεσαι να σε κερδίζουν και σένα πάντα. Μέσα σε λιβάνια και σπάνια αρώματα απο βότανα που φυτρώνουν στα πιο απόκρημνα μέρη του είναι. Ίσως τελικά να ήρθε το ''μετά''. Και να πέρασε. Και τώρα, να είσαι εσύ στο ''πέρα''. Μια σιωπηλή ηδονή. Πέρα απο στιγμές στα σύμπαντα. Που τις μασάς σα τα φύλλα στα χείλη της Πυθίας. Που θα γίνουν μετά, λόγια προφητικά. Αλλά έτσι διατυπωμένα, που να πιάνουν όλες τις πιθανότητες. Έχεις ένα ασυνείδητο – Πυθία λοιπόν. Μαύρο άτι, που αναπηδά πάνω απο τα εμπόδια. Και γίνεται αστερισμός. Και στα φτερά του θα πιαστείς, κάθε που ξημερώνει. Και είσαι σ' ένα γλέντι με τους χα'ί'νιδες και τους κουρσάρους του νου σου. Και γλεντάς σε κλιμακα ελάσσονα. Είναι περίεργο πως ο πόνος, γίνεται τρικούβερτο γλέντι, πάνω στα γκρέμνα των λογισμών. Τριγυρίζεις στις αγορές, ακούγοντας τους πιο κρυφούς ήχους του ''μετά''. Ξέχασες τον ουρανό σου φεύγοντας. Κι αυτός έγινε πένα στα χέρια κάποιου κρυμένου ποιητή. Μέσα στη πάχνη της αυγής που αργεί. Χαμένη στα σταυροδρόμια της σκέψης. Εκεί που σε βρήκα. Πάλι. Στο ''μετά''. Στο ''πέρα''. Εκεί, στα νησιά, απέναντι απο την πόλη που είναι σε χέρια βαρβαρικά. Μα, εσυ, συνεχίζεις να γράφεις στη σκέψη μου, τις ελεγείες σου. Αγαπημένη του Αλκμάνα... Μιά ιαχή βγαλμένη πάνω απο τις νότες. Μιά ιαχή, βγαλμένη πάνω απο τις σημειώσεις των αστερισμών. Των γραμμένων με το βλέμμα των γερακιών. Που χάνονται στον ορίζοντα. Κάθε που ξημερώνει. Κυνηγόντας, στο φως που ανεβαίνει και που νιώθεις την ανάσα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου