Το πανσέληνο
θράσος σκότωσε όλα τ’ αστέρια – ευχές , Και ύστερα ήρθε η σκοτεινή θεά και
έκρυψε στην αγκάλη της όλα τα ‘’θέλω’’ , ανασταίνοντάς τα .
Νύχτα , των
έκπτωτων θεών και των ειλικρινών ηδονών .
Σε σένα
προσεύχομαι βέβηλη σκέψη . Αιρετική ηδονή που σε χλευάζουν οι ανέραστοι .
Το άπειρο
και η άβυσσος είναι σκοτεινά όπως και ο ‘Ερωντας . Το αδυσώπητο φως ,σκοτεινό
κι αυτό αν το κοιτάξεις κατάματα.
Πίνω το ρόδι
χιλιάδων σκέψεων και ο χυμός του λεκιάζει το λευκό της απουσίας .
Μεθώ από το
άρωμα των κρίνων. Νύχτα , ελευθερώνεις όλα τ’ αρώματα . Νύχτα απομυθοποιείς όλα
τα φανταχτερά φτερά των παγωνιών και τον υπεροπτικό θόρυβο που κάνουν οι άδειες
φορεσιές του κουστουμαρισμένου ‘’δήθεν’’. Νύχτα της σιωπής , καθρέφτη του
γυμνού εαυτού που ξεντύθηκε τα ‘’πρέπει’’ του γιατι δεν μπορεί να ξεγελάσει το
‘’είναι’’ του , καθώς έμεινε χωρίς το ‘’φωτεινό’’ του ακροατήριο.
Το βέβηλο
φως πλάγιασε μαζί σου χίλια δειλινά χίλιες αυγές .
Σε σκότωσε
και το σκότωσες σ’ ένα ατέρμονο κύκλο παθιασμένου ‘Ερωντα.
Σκοτώνεις
κάτι από σένα όταν ερωτεύεσαι . Για να γίνει χάρισμα , κέρασμα στον αδηφάγο
πόθο .
Νύχτα δεν με
ξεγελάς . Εγώ και ‘συ είμαστε αδέρφια , γέννα ενός θυμού που κρατά ξυπνητή τη
πληγή του ‘Αδη . Ψιθυρίζει η Αυγή.