Και αν χαθούνε οι στιγμές στις σπίθες τ' ουρανού σου , θε να σε ψάξω στα
βαθιά σκοτάδια του λυγμού σου. 'Κει απού εβρίσκονται συντρίμια- σκέψης
πλώρες π ' ακροβατούνε στ ' άβυσσου τις βυθισμένες ώρες . Κι αν έσβυσαν
οι ξαστεριές π ' αγρίμια τα μερεύουν, χαμένοι κόσμοι νοσταλγούν τους
μύθους που κουρσεύουν. Κι είν ' η σιωπη σα μακρινή , ηδονική αναπνιά
σου, απλώχερα που έδωσες , φως μου , στη καταχνιά σου. Κι αυτή την
ερωτεύτηκε της σιωπής τη μπόρα πήρε το αίμα τ ' ουρανού και βάφτηκε όλη
τώρα.Και τα φτιασίδια του καημού λιώνουνε στο κορμί της και ξενυχτά και
θολωσε ο νους κι η θυμησή της. Κι ο μαύρος της ο στεναγμός μοιάζει
γυναίκας στήθος που μεθυσμένη ακροβατεί ' κει που αρχίζει ο μύθος.Κι
οι Αμαζόνες τη ρωτούν πού κρύβει τα φτερά της κι οι ωκεανοί πλανεύονται
στα μυθικά ιερά της . Υψώνει τώρα δυό κραυγές , μιά ηδονής , μιά νίκης ,
ποτέ δε θα ' θελες αυγή στο βλέμμα της ν ' ανήκεις.Για θα σου πάρει τ'
άλικο το φλογερό σου γέλιο και θα το κάνει σκοτεινιά , του κεραυνού
θεμέλιο. Κι εκειός θα γίνει μαχητής , άγγελος - στρατιώτης , που
καβαλάρης θα ' ρχεται στο τέλος κάθε νιότης. Με το σπαθί και τ ' άτι του
θε να τρυγά το νού σου , θε να σου δώσει σιωπή , αρχή του μισεμού σου.
Και θα πλανεύει το θολό δάκρυ τ' ορίζοντά σου και θα το κάνει στεναγμό ,
πέλαγο στον οντά σου.Και θα κοιμάσαι τις αυγές θα ξαγρυπνάς τις νύχτες ,
θα λέγει σου η σιωπή , τις ξαστεριές σου πνίχτες. Και ' συ Δρύδων
ψιθύρισμα θ ' ακούς στους στεναγμούς της κι οι έρωντες θε να γελούν
στους ψεύτικους λυγμούς της.Κι οι ωκεανοί θα γινουνε παλιών βωμών το
μύρο , θεές απου το έβαζαν στου όνειρου το γύρο. Και το κορμί τ '
ορίζοντα στης θαλασσας το σώμα , θε να χαθεί με μιά πνοή στης καταχνιάς
το δώμα. Κι οι ασκιανοί θα ορέγονται τηςθύμησης τα κάλλη , ξαθέρια οι
σκέψεις θα γινούν εις των ψυχών την πάλη. Και τότε ' συ με μια κραυγή θα
πεις να σιωπάσουν , να μη μιλούν , του λογισμού τ ' αγρίμια να
ησυχάσουν. Θανε φυσήξει δροσερός Βοριάς και θα χαθούνε της καταχνιάς οι
έρωντες και θα λησμονηθούνε . Θα τρέξεις τότε απ ' των βυθών τ ' απάτητα
χαράκια , στ ' όρη , στις ανεράιδες που ζούνε στα ρυάκια. Και θα χαθείς
στ ' αγκάλες τους ηλιόφωτες που είναι κι έχουν το χάδι τ ' αστεριών
που θα σου λέει μείνε.Και ' συ θα μείνεις στης αυγής το μυρωμένο δώμα
και θα ' ναι μόνο ανατολής της ζήσης σου το χρώμα. Κι ειναι το γέλιο της
καρδιάς των χίλιων οριζόντων , το παίδεμα κι ο θάνατος των σκοτεινών
αρχόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου